Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αόμματος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αόμματος, επίθ.
  • Tυφλός:
    • εκάθετον αόμματος (Tζαμπλάκ. 10).

[<στερ. α‑ + ουσ. όμμα. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αόμματος -η -ο [aómatos] Ε5 : τυφλός: Ελεήστε τον αόμματο!

[λόγ. < ελνστ. ἀόμματος (αρχ. ἀνόμματος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αόμματος1 [aómatos] ο, (L)
  • blind person (syn τυφλός):
    • μ' αυτό και αόμματο ακόμα μπορείς να γιατρέψεις (Loukatos) |
    • στραβό να τόνε φέρναν μπρος στην πόρτα του, θα τήνε γνώριζε τη θαλπωρή που 'χυνε το σπίτι του, όπως γνωρίζει ο ~ το χειμωνιάτικο λιοστάλαμα (Prevelakis) |
    • poem στους δρόμους σεργιανίζανε τρελά κι ασυμμάζευτα | αδέσποτα χαρούμενα παιγνίδια και τραγούδια | και τότε φύλαγε ο ~ τον Eπιτάφιο Θρήνο .. (MAxioti)

[substantiv. m of αόμματος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αόμματος2, -η, -ο [aómatos] (L)
  • ① sightless, eyeless, blind (syn στραβός, τυφλός):
    • ένα παιδί αόμματο |
    • η αόμματη γιαγιά |
    • ελεήστε με τον αόμματο! (plea of a blind beggar) |
    • υπάρχουν ζώα αόμματα |
    • ώοχ, η σκύλα τύχη που μ' άφησε αόμματη (Plaskovitis) |
    • κάθονται σταυροπόδι κάτι γέροι ζητιάνοι αόμματοι, σακάτηδες ή γεμάτοι πληγές (Theotokas) |
    • μας ρίχνουν μια "καλημέρα" ή "καλησπέρα" περίπου όπως θα έριχναν ένα νόμισμα στο κουτί αόμματου ζητιάνου (Ouranis) |
    • νέγροι αόμματοι με τα μαντρόσκυλα που τους οδηγούν στην επαιτεία (Palaiologos) |
    • γύρω τα σπίτια έριχναν τους ήσκιους τους και μας κοίταζαν σαν αόμματα, βυθισμένα στον ύπνο του φεγγαριού (KStergiop) |
    • τρία ως πέντε κορακόπουλα, γδυμνά κι αόμματα χάφτουν ό,τι τους φέρνουν οι γονιοί τους |
    • ζουζούνια και ποντίκια κλ (Prevelakis) |
    • poem κι αόμματο, τυφλό μέσα στα ερέβη | με παίρνει και με φέρνει η Λάμια η Φρίκη (Skipis) |
    • γύρω του κεφάλια πεθαμένων αόμματα | και το κορίτσι του κουφάρι δίχως άκρα (AZakythinos)
  • ② fig unenlightened, blind (syn τυφλός):
    • στη Δύση η τέχνη χάρηκε τη μάνα της, την Aναγέννηση· η δική μας έμεινε ορφανή, φόρεσε τυφλοπάνι, έγινε σχεδόν αόμματη (Floros)

[fr kath & fr MG αόμματος (5th c. +; Tzetzes), cpd w. όμματα; AG ἀνόμματος has survived in Pontic. Cf also ModG dial άματος, cpd w. μάτι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες