Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αϊτονύχης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αϊτονύχης1 [ajtoní is] ο, (& αετονύχης)
  • cunning and rapacious (male) person:
    • θα τους φάη ο επιτήδειος, ο ~ της αγοράς, ο αγύρτης, ο αδίσταχτος (Terzakis) |
    • οι διάφοροι έξυπνοι αϊτονύχηδες (Christidis EΣ) |
    • οι αετονύχηδες ... κατατρώγανε το καταπέτασμα (Psathas) |
    • η εξωτερική βοήθεια εξανεμίστηκε σε απαράγωγα έργα ... και στους αετονύχηδες με τις τσατσάρες και τα ρολόγια (Ploritis) |
    • poem ... είναι του ιππικού ο εχθρός |
    • κι ~ και ρουφήχτρα φόρων (Stavrou Ar)

[substantiv. m of αϊτονύχης adj]

[Λεξικό Γεωργακά]
αϊτονύχης2, -ισσα, -ικο [ajtoní is] (& αετονύχης)
  • wide-awake, quick-witted, shrewd in the extreme (syn πολύ επιτήδειος, τετραπέρατος):
    • άντρας γερός, αετονύχης, σαλταδόρος, επιτήδειος (Psathas) |
    • κάποιος ~ πορτοφολάς ψημένος ... την εξάφρισε ... μέσα στο τραίνο (Melas)

[cpd w. νύχι; lit 'having eagle's talons']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες