Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αψύς, επίθ.
-
- 1) Oξύθυμος, ευέξαπτος:
- αψύς αν είναι …, θε να τονε φοβάται (ενν. τον άνδρα η γυναίκα) (Pοδολ. B´ 419).
- 2) (Προκ. για μέταλλο) ακατέργαστος· καθαρός, αμιγής:
- αψύ … σίδερον (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [261]).
[<α´ συνθ. αψι‑ (πβ. αψικάρδιος, αψίκορος, αψίθυμος, κ.ά.). H λ. και σήμ.]
- 1) Oξύθυμος, ευέξαπτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψύς -ιά -ύ [apsís] Ε7 : 1.για φαγώσιμο που έχει πολύ έντονη και πικάντικη γεύση ή οσμή, που ερεθίζει έντονα το αισθητήριο της γεύσης ή της όσφρησης: Aψύ ούζο / τσίπουρο. Έριξε λίγο νερό στο κρασί του, γιατί ήταν πολύ αψύ. Aψιά γεύση / μυρουδιά. ΠAΡ Tο αψύ το ξίδι το αγγειό του χαλάει, ο οξύθυμος άνθρωπος βλάφτει τον εαυτό του. 2. (μτφ.) για άνθρωπο οξύθυμο, ευέξαπτο: ~ χαρακτήρας. || Aψιά λόγια, τσουχτερά.
[αρχ. ἁψίκορος (ἅπτομαι `αρπάζω΄) με νέα ανάλυση αψι- + κόρος, κατά το σχ.: οξύθυμος - οξύς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψύς1 [apsís] ο,
- quick-tempered or irascible person (syn αράθυμος1):
- όποιος δεν αγάπησε δεν μπορεί να καταλάβει τον ερωτευμένο, ο ~δεν καταλαβαίνει το φλεγματικό, ο φοβισμένος τον ήρωα (Evelpidis)
[substantiv. m of αψύς2]
- quick-tempered or irascible person (syn αράθυμος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψύς2, -ιά, -ύ (-ί) [apsís] (sp also αψίς)
- ① sharp, strong, pungent, acrid, tangy (syn αψιός 1, δριμύς, δυνατός):
- ~ιδρώτας, χυμός |
- αψιά γεύση, οσμή, πικράδα |
- αψύ άρωμα, ξίδι |
- αψύ κρασί (syn μπρούσκο κρασί) |
- τα αποσμητικά δεν καταπνίγουν τις αψιές αναθυμιάσεις του σκόρδου |
- μια πιπεράτη λιγωμάρα απλωνόταν, αψιά σαν την καραμέλα της κανέλλας πάνω στη γλώσσα (Myriv) |
- η ανιζέτα είναι αψιά, ιδίως όταν την ανακατεύεις με μπίρα (GIoannou) |
- poem .. δίχως | να βγάλει τσιμουδιά, τυλίγεται όλη | με κάτι πριτς πιο αψιά κι απ' της νυφίτσας (Stavrou Ar) |
- .. έχω μες στα ρουθούνια μου | την τσίκνα την αψιά απ' τα μωροπάνια (Zacharop)
- ⓐ sharp, acute, stinging (syn οξύς, τσουχτερός):
- poem σωστή σφηκοφωλιά 'ναι, αν τους θυμώσεις· κι αψύ κεντρί τούς κρέμεται απ' τη μέση (Stavrou Ar)
- ② very hot, burning, strong, oppressive (syn αψωμένος 1, δυνατός, καυτερός):
- πέσαμε μέσα στη λασπουριά· αν ήταν κι ο ήλιος ~θα πεθαίναμε (Panagiotop) |
- poem μπήκεν ~o θεριστής, βαρύ το καλοκαίρι (Palam) |
- κάθε της κλώνος και φωλιά | .. | της καρυδιάς, που πυκνοθόλωτη το αψύ αντικόβει μεσημέρι (Gryparis)
- ⓑ strong, burning, caustic (syn καυστικός):
- folks. .. ψήθηκαν τα χείλη μου από τ' αψύ φαρμάκι (Theros) |
- poem .. βγαίνει ένα ψιθύρισμα και καπνισμένη ζέστη, | ως όταν χύνουν κρύο νερό εις τον αψύν ασβέστη (Solom)
- ③ fig quick-tempered, violent, irritable, irascible (syn in αψίθυμος 1):
- κάποιος ~μεθύστακας αράπης γύρευε να την ψωνίσει κι εκείνη δεν τον ήθελε (Soukas) |
- εκεί που θα βγεις θα 'ναι σκληρή η δουλειά, μη φανείς ~, παιδί μου (TAthanasiadis) |
- ~ κι απότομος τα κατάφερε να τον εξορίσουν δυο φορές από το Όρος (Kasdaglis)
- ⓒ acrimonious, bitter, angry, sharp (near-syn δηκτικός):
- με κέντριζε με τον αψύ του το λόγο (Panagiotop) |
- poem .. άκουσα της γοργόνας | της μυθικής το ρώτημα το αψύ προς τα καράβια (Palam)
- ④ sharp, strong, acute (syn in αψός 2):
- ~καημός, πόνος |
- αψύ πάθος |
- ένοιωσε έναν πόνο να του περνά πέρα για πέρα την καρδιά και το περιεχόμενό του ήταν αψύ πένθος (Myriv) |
- στο κορμί του αισθανόταν τη γαλήνη, ένα αψύ αίσθημα ικανοποιημένου ζώου, που ήταν βέβαιο για τη λεία του (Venezis) |
- με συνεπήρε πόθος ~να ιδώ το παιδί (Panagiotop) |
- poem με παίρνει αψύ παράπονο, με πιάνει αντρίκειο κλάμα (Athanas)
- ⓓ strong, vigorous, brisk, lively (syn αψός 3, δυνατός, ζωηρός, θυμώδης):
- ~αέρας, χείμαρρος |
- αψιά νιότη |
- αψύ άλογο |
- το αίμα να γλυκάνεις, που πήρες από τον πατέρα σου κι είναι τόσο αψύ (Vlachogiannis) |
- η γοητεία της είναι χωρίς γλυκερότητες· έχει κάτι το αψύ και το δυναμικό (Ouranis) |
- μεγαλόκορμη, γεροδεμένη, αψιά μελαχρινή ήρθε και στρογγυλοκάθισε (Moskovis) |
- poem και νά σου το παιχνίδι ξέσφαλε κι αψιά φουντώνει μάχη (Kazantz Od 4.751) |
- φουχτώνω τα χρυσά τα χαλινάρια, | τ' αψύ ζεστό κορμί τους διαφεντεύω (Chronop)
[fr postmed, MG αψύς, der fr adjs cpd w. combin form αψι- (αψίθυμος, αψίκορος, αψίμαχος, αψίχολος) by anal. to οξύς and adjs cpd w. οξύ- (e.g. οξύθυμος, οξύφωνος, οξύχολος etc)]
- ① sharp, strong, pungent, acrid, tangy (syn αψιός 1, δριμύς, δυνατός):