Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψυχολόγητος -η -ο [apsixolójitos] Ε5 : που δεν τον έχουν ψυχολογήσει, που δεν είναι ψυχολογημένος· για συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται λανθασμένη, γιατί δεν παίρνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν: Aψυχολόγητη ενέργεια / πράξη. Aψυχολόγητο διάβημα. Tα αψυχολόγητα κυβερνητικά μέτρα ξεσήκωσαν το λαό. || που δε συμφωνεί με τους κανόνες της ανθρώπινης ψυχολογίας: Aψυχολόγητοι τύποι / χαρακτήρες ενός λογοτεχνικού έργου.
αψυχολόγητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 ψυχολογη- (ψυχολογώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψυχολόγητος, -η, -ο [apsixolόyitos] (L)
- ① marked by lack of regard for or knowledge of psychology, lacking psychological insight (ant ψυχολογημένος):
- ~κριτικός |
- αψυχολόγητη εξέγερση |
- αψυχολόγητο κόλπο, λάθος, μυθιστόρημα, φιλμ |
- λιγώνονται δεν ξέρω από ποιο κάπως ανιστόρητο κι αψυχολόγητο όνειρο ξαναγυρισμού στα καλά τ' αρχαία χρόνια (Palam) |
- παπαγαλίζανε διάφορες χιλιοειπωμένες αρλούμπες, .. που έφερναν το πιο αντίθετο αποτέλεσμα, έτσι καθώς ήταν αψυχολόγητες (ADoxas)
- ② psychologically unintelligible or unfathomable:
- οι Γερμανοί είναι συνήθως αψυχολόγητοι στις φορολογίες τους (Athanasiadis-N) |
- το κοινό είναι αστάθμητο κι αψυχολόγητο· δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις (Koufop) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[Σ.A.K.]) αψυχολόγητος, cpd w. *ψυχολογητός (: ψυχολογώ)]
- ① marked by lack of regard for or knowledge of psychology, lacking psychological insight (ant ψυχολογημένος):