Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψυχαγώγητος -η -ο [apsixaγójitos] Ε5 : που δεν τον έχουν ψυχαγωγήσει.
[λόγ. < ελνστ. ἀψυχαγώγητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψυχαγώγητος, -η, -ο [apsixaγόyitos] (L)
- not (having been) entertained or diverted (syn αδιασκέδαστος)
[fr kath αψυχαγώγητος ← K, cpd w. *ψυχαγωγητός (: ψυχαγωγῶ); cf the foll derivatives of ψυχαγωγώ: ψυχαγώγημα, -γώγηση, -γωγία, -γωγικός]