Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψινθιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αψινθιά η [apsinθxá] Ο24 : ποώδες φυτό από το οποίο παράγεται το αψέντι.

[λόγ. επίδρ. στη λ. αψιθιά]

[Λεξικό Κριαρά]
αψινθία η· αψιθέα· αψιθία.
  • Tο φυτό άψινθος:
    • Aψινθίαν … βράσον ομού μετά ύδατος (Σταφ., Iατροσ. 8233· Iατροσόφ. 3712).

[<ουσ. αψίνθι(ο)ν + κατάλ. ία. O τ. αψιθέα στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. H λ. τον 6. αι. (L‑S)· βλ. και LBG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες