Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψιμαχία η [apsimaxía] Ο25 : 1.ασήμαντη σύγκρουση ανάμεσα σε τμήματα αντίπαλων στρατιωτικών δυνάμεων· μικροσυμπλοκή: Aψιμαχίες εμπροσθοφυλακών. Επί αρκετές ημέρες οι αντίπαλοι στρατοί περιορίστηκαν σε αψιμαχίες. 2. (μτφ.) για αναμέτρηση, φιλονικία ή εριστική συζήτηση: Aψιμαχίες στο δικαστήριο / στη βουλή.
[λόγ. < ελνστ. ἁψιμαχία, αρχ. σημ.: `λογομαχία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αψιμαχία η.
-
- Kατηγορία:
- ουδέν καθαρίζει την αψιμαχίαν (Eλλην. νόμ. 54520).
[αρχ. ουσ. αψιμαχία. H λ. και σήμ.]
- Kατηγορία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψιμαχία [apsimaçía] η, (L)
- light fighting or dispute, skirmish (syn μικροσυμπλοκή, near-syn ακροβολισμός 1):
- γλωσσική ~ |
- πολιτική ~ μεταξύ κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως |
- ο νέος πόλεμος έρχεται, έφτασε, στην Iσπανία δίνεται η πρώτη ~ (Kazantz) |
- τα φυλάκια .. εγκαταλείφθηκαν ύστερα από την ~ (ADoxas) |
- από τούτες τις αψιμαχίες έβγαινε κερδισμένο πότε το 'να πότε τ' άλλο στρατόπεδο (Roufos) |
- ποιον ενδιαφέρουν οι ερωτικές αψιμαχίες σου; (Tsirkas) [fr kath αψιμαχία ← MG ← K (also pap) ← AG êψιμαχία (Aeschines +), der of êψίμαχος; cf àμαχία, àλληλο- (schol. Hom.), ïπλο- (Xen. +), πυγ- (Hom. +), σκια- (Philo +) & σκιο-, χειρομαχία (Eustathios 1716.3) etc.
- light fighting or dispute, skirmish (syn μικροσυμπλοκή, near-syn ακροβολισμός 1):