Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψιλία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αψιλία η [apsilía] Ο25 : (οικ.) αφραγκία.

[άψιλ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψιλία [apsilía] η,
  • lack of money, pennilessness, penury (syn in αδεκαρία):
    • ο δήμος .. αίρει τις αμαρτίες της αψιλίας, στην οποία τον έχει καταδικασμένον η κυβέρνηση (Psathas) |
    • rembetiko song εντάξει τα κανόνισα, μα μέν' η απορία· | πώς θα γενούνε όλ' αυτά μ' αυτή την ~; (IPetrop)

[der of άψιλος w. suff -ία; cf αλαλία, αφιλία, δυσκολία, ποικιλία etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες