Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψιθυμία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αψιθυμία η [apsiθimía] Ο25 : η ιδιότητα του αψίθυμου, παροδική συναισθηματική ένταση.

[λόγ. αψίθυμ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψιθυμία [apsiθimía] η, (L)
  • quick or violent temper, excitability, irritability (syn in αψάδα 3b):
    • ~των εξτρεμιστών |
    • οι πολιτικοί εξάπτουν τις αψιθυμίες της μάζας |
    • ο φόβος .. και ο έλεος είναι .. συναισθήματα ισχυρά, αψιθυμίες, που .. συγκλονίζουν τον άνθρωπο (Papanoutsos) |
    • τα πρόσωπα .. αντιπροσωπεύονται .. από τις αψιθυμίες, δηλαδή από τις φευγαλέες και ασταθείς συγκινήσεις (Spandonidis) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1888]) αψιθυμία 'βρασμός ψυχικής ορμής', der of αψίθυμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες