Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψιθιά η [apsiθxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η αψινθιά.
[μσν. αψιθία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἀψινθία με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψιθιά [apsiθjá] η, (& αψιφιά) bot
- wormwood, Artemisia absinthium, Artemisia arborescens (syn αγριαψιθιά 1, αρτεμισία 2, αψίνθιο 1):
- ως φάρμακο θα μου 'διδαν αφέψημα αψιθιάς κι άλλων χόρτων, που θεωρούνται αντιπυρετικά (Kondylakis) |
- η σοφία έγινε πικρή σαν την ~στο στόμα των ανθρώπων (Myriv) |
- poem στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο σαν πικρή ~(Varnalis)
[fr postmed (Somavera) αψιθιά ← postmed αψιθέα/αψιθία ← ByzG αψινθία (Alex. Trall.), this der of ἄψινθος (f & m); cf ἀψίνθιον (Hippocr, Xenoph, Theophr etc) 'id.']
- wormwood, Artemisia absinthium, Artemisia arborescens (syn αγριαψιθιά 1, αρτεμισία 2, αψίνθιο 1):