Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αψιδώνω.
-
- Kάνω κ. σαν αψίδα· κάμπτω, λυγίζω:
- ου πιάσουν και αψιδώσουν σε (Προδρ. I 149).
[μτγν. αψιδόομαι. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Kάνω κ. σαν αψίδα· κάμπτω, λυγίζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψιδώνω [apsi∂όno] (L) archit
- cover, encircle, top, or decorate w. arches:
- αψιδώνει τα παράθυρα του σπιτιού
[fr kath αψιδώ (MG αψιδώνω Prodr. 1.149) ← LK ἁψιδοῦμαι, this der of ἁψίς]
- cover, encircle, top, or decorate w. arches: