Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψιδωτός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αψιδωτός -ή -ό [apsiδotós] Ε1 : που έχει αψίδες ή που μοιάζει με αψίδα: Aψιδωτή πρόσοψη σπιτιού. Aψιδωτό κυμάτιο.

[λόγ. < ελνστ. ἁψιδωτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψιδωτός, -ή, -ό [apsi∂otós] (L)
  • ① having an arch, arched (syn καμαρωτός, τοξωτός):
    • αψιδωτή αίθουσα, αυλή, κιονοστοιχία, οροφή, πύλη, στοά |
    • αψιδωτό κτίριο, παράθυρο |
    • βρήκε πιο βολικό να βγει απ' τη μικρή πόρτα του δρόμου, περνώντας τον αψιδωτό διάδρομο (Xenop) |
    • η εκκλησία υψώνει τους λευκούς κυβικούς όγκους της και το αψιδωτό καμπαναριό της (Varelas)
  • ② forming an arch, shaped like an arch, arch-like, arched (syn in αψιδοειδής):
    • σταθήκαμε μια στιγμή κάτου από τ' αψιδωτά κλωνάρια της [ελιάς] (Zappas) |
    • ο γοτθικός ρυθμός .. χαρακτηρίζεται από θλασμένα αψιδωτά τόξα (Evelpidis)

[fr kath αψιδωτός ← CGL ('vaulted') ← LK (Edict. Diocl., 301 AD), der of ἁψιδῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες