Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αψηφισιά η· ανεψηφισά.
-
- Aδιαφορία, περιφρόνηση:
- του κόσμου την ανεψηφισάν (Πιστ. βοσκ. IV 8, 115).
[<επίθ. αψήφιστος. H λ. στο Somav. (‑φη‑) και σήμ.]
- Aδιαφορία, περιφρόνηση: