Παράλληλη αναζήτηση
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψηφησιά [apsifisjá] η, (sp. also αψηφισιά)
- :
- με την κοριτσίστικη ~της τον ρώτησε αν του αρέσουν τα κορίτσια (Xenop)
- ① disregard, disdain, scorn, indifference (syn αδιαφορία a, αψηφοσύνη 2, περιφρόνηση):
- ~του πλούτου, των μεγαλείων
- ⓐ specif disregard for danger (difficulties etc), recklessness:
- ~του θανάτου |
- μάχεται με ~ |
- ήτανε γραμμένο να χαθεί από την αποκοτιά του, που .. έφτανε την ~ (Vlachogiannis) |
- η καρδιά ολονώνε θρεφότανε με το μίσος του άπιστου και την ~ του κινδύνου (Petsalis)
- ② indulgence, forbearance (near-syn ανοχή 1):
- τ' αγαπούσε τα παιδιά, έπαιζε μαζί τους υπομονετικά και τους φερνότανε με προστατευτική ~χωρίς ποτές να θυμώνει (Myriv)
[fr postmed (Somavera) αψηφησιά ← αψηφησία (so in Symi), this der of αψηφώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψηφητής [apsifitís] ο,
- person who disregards or scorns (danger, difficulties etc):
- poem ήρθα να υψώσω τον πύργο, να χτίσω ήρθα, να! το γιοφύρι, | ~ποταμών ή γκρεμνών ή κυμάτων ή αέρων (Palam)
[der of αψηφώ]
- person who disregards or scorns (danger, difficulties etc):
[Λεξικό Κριαρά]
- αψηφίζω,
- βλ. ψηφίζω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψηφίζω [apsifízo] ipf αψήφιζα, rare
- disregard, scorn (syn in αψηφώ 1):
- τώρα αψήφιζα κάθε κακοτυχιά και κάθε σκουντούφλα της τύχης (Lountemis)
[der of αψηφώ, through backform. fr aor αψήφησα αψήφισα]
- disregard, scorn (syn in αψηφώ 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- αψηφισιά η· ανεψηφισά.
-
- Aδιαφορία, περιφρόνηση:
- του κόσμου την ανεψηφισάν (Πιστ. βοσκ. IV 8, 115).
[<επίθ. αψήφιστος. H λ. στο Somav. (‑φη‑) και σήμ.]
- Aδιαφορία, περιφρόνηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψηφισμένος, -η, -ο [apsifizménos]
- disdained, scorned, slighted (syn περιφρονημένος):
- poem ξένε, σωστό δεν το 'χω ο ξένος μου να νοιώσει ~(Homer Od 14.56 Kaz-Kakr)
[ppp of αψηφίζω]
- disdained, scorned, slighted (syn περιφρονημένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψήφιστα [apsífista] επίρρ. : στην έκφραση παίρνω κτ. ~, χωρίς να δώσω ιδιαίτερη προσοχή ή χωρίς να το σκεφτώ σοβαρά: Tο πήρε ~, δεν το θεώρησε σπουδαίο ή δεν το υπολόγισε σωστά.
[< αψήφιστ(ος) στη (λαϊκή) σημ.: `ανάξιος προσοχής΄ (σύγκρ. αψηφώ) επίρρ. -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- αψήφιστα, επίρρ.· ανεψήφιστα.
-
- 1) Aδιάφορα και περιφρονητικά:
- αψήφιστα ως γερόντισσας δε θε να μου το πούσι (Pοδολ. E´ 324).
- 2) Δίχως σκέψη και υπολογισμό, αδίσταχτα:
- το σκήπτρο του ανεψήφιστα … έριξε (αυτ. A´ 551).
[<επίθ. αψήφιστος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aδιάφορα και περιφρονητικά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψήφιστα [apsífista] adv
- ① thoughtlessly, heedlessly, imprudently (syn in απερίσκεπτα):
- ~κατά τη συνήθειά της .. το πέταξε [το γράμμα] στο συρτάρι της (Xenop) |
- η κυβέρνηση .. ενέργησε ~ και χωρίς μεγάλη πολιτικότητα (Christidis)
- ⓐ disinterestedly, indifferently (syn αδιάφορα):
- στην αρχή άκουγε ~το ρήτορα (Myriv)
- ② in a carefree manner, unconcernedly, lightly (near-syn ελαφριά):
- phr το παίρνω ~take the situation lightly |
- το ατύχημα εκείνο, που ο πατέρας μου μας έκανε να το πάρουμε ~, ήταν γι' αυτόν ένα πλήγμα (Xenop) |
- μερικοί προσπαθούν να γελάσουν, να την πάρουν ~ την υπόθεση (Panagiotop)
- ⓑ disregarding danger (difficulties etc), fearlessly, recklessly (near-syn άφοβα 1):
- παίζουν ~και τη δική τους ζωή και των άλλων (Kazantz) |
- τον κοίταζε μες στα μάτια ~ και του γύρισε το λόγο (Prevelakis) |
- δρασκελούσαν ~ μέσα σε κείνο τον κλίβανο από τις λάμψεις και τις εκρήξεις (TAthanasiadis) |
- ~, παλληκαρήσια .. βάζει το χέρι στο ζουνάρι και τραβά το περίστροφο (DOikonomidis) |
- poem η δόξα είναι το μέγα έλατο, που στέκει | και ~καλεί το αστροπελέκι (Palam)
- ③ without due regard, disdainfully, irreverently, scornfully (syn περιφρονητικά):
- του μιλούσε ~, με αναίδια (Xenop) |
- poem κι οι μεθυσμένοι αρχόντοι ~τον κρουφοπεργελούσαν (Kazantz Od 8.255)
[der of αψήφιστος]
- ① thoughtlessly, heedlessly, imprudently (syn in απερίσκεπτα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψήφιστο [apsífisto] το,
- carefree attitude, unconcern, insouciance (syn in αψηφησιά 1):
- poem κι είν' η συνείδησίς μου ήσυχη | για το ~της εκλογής (Kavafis)
[substantiv. n of αψήφιστος]
- carefree attitude, unconcern, insouciance (syn in αψηφησιά 1):