Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψήλου [apsílu] επίρρ. : (λαϊκότρ., λογοτ.) στην έκφραση τ΄ ~, ψηλά: Nα ΄μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ΄ ~.
[αψηλ(ός) -ου αναλ. προς επιρρ. σε -ου: απάνου]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψήλου τ' s. του ψήλου.