Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψεγάδιαστος -η -ο [apseγáδjastos] Ε5 : που δεν έχει ψεγάδι, που δεν έχει ελάττωμα, ατέλεια ή μειονέκτημα· άψογος: Aψεγάδιαστο σώμα / πρόσωπο. Είχε κανονικό πρόσωπο κι αψεγάδιαστη μύτη. || για άνθρωπο ή για ανθρώπινη πράξη, άμεμπτος, ανεπίληπτος: Aψεγάδιαστη γυναίκα / ενέργεια / συμπεριφορά.
αψεγάδιαστα ΕΠIΡΡ: Πουκάμισο ~ σιδερωμένο. Φέρθηκε ~. [α- 1 ψεγαδιασ- (ψεγαδιάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψεγάδιαστος, -η, -ο [apseγá∂jastos]
- ① having no fault or defect, faultless, impeccable, perfect, excellent (syn άπταιστος 1, άψογος 1, ant ψεγαδιασμένος):
- ~στίχος |
- αψεγάδιαστη αρμονία, μαστοριά, ομορφιά, φόρμα |
- αψεγάδιαστη δημοτική, μετάφραση |
- αψεγάδιαστο κορμί, παράστημα, πόδι, φόρεμα |
- αψεγάδιαστο ουρανί χρώμα |
- αρνήθηκε να υπογράψει το αψεγάδιαστο από κάθε άποψη ανακοινωθέν |
- οι άντρες όλοι αψεγάδιαστοι στο σώμα και στη φορεσιά εχοροπηδούσαν στο χοροστάσι (Karkavitsas) |
- βλέπανε τον πρωθυπουργό .. με την αψεγάδιαστη και ολόστιλπνη χωρίστρα του (Melas) |
- κολλαρισμένα τα μπερντεδάκια στο παράθυρο, μ' άθικτες τις αψεγάδιαστες πτυχές τους (AGiannop)
- ⓐ irreproachable, blameless, unimpeachable (syn ακατηγόρητος 2, άμεμπτος, ανεπίληπτος, άψογος 2):
- αψεγάδιαστη νοικοκυρά |
- αψεγάδιαστη ευγένεια |
- αψεγάδιαστη κοινωνική αγωγή |
- αψεγάδιαστα ήθη |
- αναγνώριζαν την καλή ψυχή της, τον τίμιο χαρακτήρα της, την αψεγάδιαστη ηθική της (Karagatsis) |
- τους αμόλυντους κι αψεγάδιαστους ήρωες τους θαυμάζω (Melas) |
- πέρασαν αψεγάδιαστη ζωή απέναντι στο θεό (Vacalop)
- ② morally unblemished, unsullied, untarnished, undamaged, clear (syn άσπιλος 2, άψογος 2b, ant ψεγαδιασμένος):
- αψεγάδιαστη υπόληψη, φήμη |
- αψεγάδιαστο όνομα
- ⓑ uncensured, unreproached, unvilified (near-syn ακακολόγητος, αξόμπλιαστος 2)
[cpd w. *ψεγαδιαστός (: ψεγαδιάζω)]
- ① having no fault or defect, faultless, impeccable, perfect, excellent (syn άπταιστος 1, άψογος 1, ant ψεγαδιασμένος):