Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψίνθιο [apsínθio] το, (L) bot
- wormwood, Artemisia absinthium, Artemisia arborescens (syn in αψιθιά)
- ① alcoholic beverage produced fr the distillation of wormwood, absinthe (syn αψέντι, near-syn αψινθάτο)
[fr MG αψίνθιον ← K (also pap) ← AG (Hippocr +)]