Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψίδα η [apsíδa] Ο26 : κάθε καμπύλο ή τοξοειδές κατασκεύασμα, τόξο, καμάρα: Kτίριο με πολλές αψίδες. || H Aψίδα του Θριάμβου. H Aψίδα του Γαλερίου.
[λόγ. < αρχ. ἁψίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψίδα [apsí∂a] η, (L)
- ① arch (syn αψίδωμα, καμάρα, τόξο):
- ~της γέφυρας |
- ~ της νίκης |
- θριαμβευτική ~ |
- fig ~ των φρυδιών |
- στις εισόδους των δρομίσκων υπήρχαν αψίδες από κλώνους πεύκων (Ouranis) |
- μπρος στο κονάκι είναι μια παλιά πύλη, μιαν ~(Petsalis) |
- κάτω από την ~ διαβαίνει γαϊδούρι φορτωμένο (Floros) |
- το κορμί τιναζόταν σαν ~ (Ambatzoglou)
- ⓐ archit apse (syn αχηβάδα 3b, κόγχη):
- στην ~του ιερού, μεσάζουσαν μεταξύ θεού και ανθρώπων, ζωγραφίζεται η Παναγία (Michelis) |
- όταν αντίκρυσε τη μεγάλη ~ του ναού, η ψυχή του σκίρτησε (TAthanasiadis)
- ② naut curved part of ship below the stern and above the waterline, counter (syn κουτάλα)
- ③ astron endpoint of long axis of elliptical orbit of celestial body at the greatest or least distance fr the center of attraction, apsis
[kath αψίς ← PatrG ← K (also pap), AG ἁψίς, der of ἃπτομαι (Homer, Ap.Rh.)]
- ① arch (syn αψίδωμα, καμάρα, τόξο):