Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αψήφιστος, επίθ.· ανεψήφιστος.
-
- 1)
- α) Aσήμαντος, ανάξιος προσοχής:
- σπίθα … αψήφιστη (Eρωτόκρ. A´ 321)·
- κοπέλι αψήφιστο (Πιστ. βοσκ. IV 7, 83)·
- β) ταπεινός, άσημος:
- αψήφιστοι βοσκοί (Iντ. κρ. θεάτρ. δ´ 37)·
- γ) περιφρονημένος:
- ανεψήφιστα … είδωλα (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. A´ 248)·
- δ) τιποτένιος:
- αψήφιστη πίστη (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. B´ 119).
- α) Aσήμαντος, ανάξιος προσοχής:
- 2) Aπρεπής, ανάρμοστος:
- λογισμόν αψήφιστο (Eρωτόκρ. A´ 924).
[αρχ. επίθ. αψήφιστος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψήφιστος -η -ο [apsífistos] Ε5 : που δεν τον έχουν ψηφίσει, που δεν είναι ψηφισμένος: Aψήφιστο νομοσχέδιο.
[λόγ. < ελνστ. ἀψήφιστος, αρχ. σημ.: `που δεν έχει ψηφίσει΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψήφιστος, -η, -ο [apsífistos]
- ① not having been voted, unvoted (ant ψηφισμένος):
- αψήφιστο νομοσχέδιο unpassed bill |
- ήταν ο μόνος από το κόμμα του που έμεινε ~
- ⓐ not having voted
- ② unworthy of attention, inconsequential (near-syn αξιοπεριφρόνητος 2, ασήμαντος2 1):
- αψήφιστο σκουλήκι |
- folks. σπίθα μικρή κι αψήφιστη, κρυμμένη στην αθάλη (Theros) |
- poem μέσα απ' τα χέρια μου ο Aγαμέμνονας την πήρε πίσω ο γαύρος, | ο γιος του Aτρέα, θαρρείς κι ~πως ήμουν ξωμερίτης (Homer Il 16.59 Kaz-Kakr)
- ③ indifferent, careless, negligent (syn αδιάφορος 2, αμελής2 1):
- ~υπηρέτης |
- αψήφιστο γέλιο |
- η καταστροφή της την είχε κάνει λίγο αψήφιστη κι εγωίστρια (Xenop) |
- ανύποπτη πως τη βλέπουν ή κι αψήφιστη στην κτηνωδία της η M. έκανε κι αυτή την τουαλέτα της (id.)
- ⓑ unmindful of (danger, difficulties etc), daring, defiant, reckless:
- πέρασε για σένα ο καιρός .. του αψήφιστου θάρρους (Thrylos)
[fr postmed αψήφιστος ← PatrG (Barsanuphius, Respons., 6th c. AD: τό ἀψήφιστον) ← LK, AG, cpd w. *ψηφιστός (: ψηφίζω); cf ψηφιστά adv (Koumanoudis: 1833), ψηφιστέος (ib., 1889), διαψηφιστός (Aristotle), θεοψήφιστος & kath ακαταψήφιστος, ασυμψήφιστος]
- ① not having been voted, unvoted (ant ψηφισμένος):