Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψέντι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αψέντι το [apséndi] Ο44 : δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται από τα φύλλα της αψινθιάς, έχει πράσινο χρώμα και ήταν συνηθισμένο κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα.

[αντδ. < γαλλ. absinth(e) < λατ. absinthium < ελνστ. ἀψίνθιον (αρχ. ἄψινθος) ή < τουρκ. apsent < αραβ. ή περσ. < ελνστ. ἄψινθος]

[Λεξικό Κριαρά]
αψέντι το· αφσεντίν.
  • Αψίνθι:
    • (Ιατροσόφ. 9511).

[<τουρκ. absent - apsent <ελλην. αψίνθι(ο)ν (βλ. ά.). Ο τ. πιθ. <τουρκ. absenti. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψέντι [apséndi] το,
  • alcoholic beverage produced fr the distillation of wormwood, absinthe (syn αψίνθιο 2, αψέντ, near-syn αψινθάτο):
    • οι ποιητές θρονιάζονται στα καφενεία πάντα μισομεθυσμένοι από ποίηση και ~(Ouranis) |
    • τα τραπέζια ήταν γεμάτα από μπίρες, καφέδες, αψέντια (id.) |
    • ζεστασιά χύθηκε ευθύς σ' ολάκερο το κορμί του, .. καθώς να κατέβαζε μονορούφι κούπα μ' ~(Plaskovitis) |
    • ένα κοκτέιλ με τα πιο απίθανα ποτά, από το παρθενικό χαμόμηλο ως το εμπρηστικό ~ (Palaiologos) [fr MG αψίνθιν ← MG αψίνθιον (Kriaras' Lex) ← K, AG àψίνθιον; cf MG (16th c.) αψσεντίν w. accent on the ultima perh through influence of Turk absentί or apsentί] Cf αψιθιά.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες