Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψάδα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αψάδα η [apsáδa] Ο25α : η ιδιότητα του αψύ: H ~ του ξιδιού. Tο νταηλίκι και η ~ σου δεν έχουν πέραση.

[αψ(ύς) -άδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψάδα [apsá∂a] η,
  • ① sharpness, pungency, acridity (syn L δριμύτητα):
    • ~του καπνού, του ξιδιού |
    • πέσανε σε κάτι σβουνιές· τους μπούκωσε η ~ της μυρουδιάς (Plaskovitis)
  • ② quality of causing physical or mental distress, sharpness, severity, harshness (syn σφοδρότητα):
    • φθινοπωρινή λιακάδα, που κρατάει μόνο τη γλύκα του καλοκαιριού, όχι την ~(Petsalis) |
    • ραντίζουν με νερό τα πεζοδρόμια, για να σπάσουν την πρώτη ~ του ήλιου (Tsirkas) |
    • άφηναν τον πόνο να ξεθυμάνει, .. τον συμμεριζόταν η γειτονιά .. κι η ~ του έσβηνε (Chourmouziadis) |
    • poem κι ανάμεσα στα πράσινα τα γλυκοφιλημένα | της αύρας, που του λιοπυριού μερεύει την ~| να η πρώτη! να ο ξερόβραχος κλ (Palam)
  • ③ energy, briskness, vivaciousness, vigor (syn ενεργητικότητα, ζωηρότητα, σπιρτάδα):
    • απ' τα μάτια του είχε σβήσει πια του παλιού πολεμιστή η ~(Lappas) |
    • έμοιαζε του πατέρα του, μα όλος φωτιά κι ~ (Plaskovitis) |
    • poem .. η ~| των θεσσαλικών σου χρυσοχάλινων ατιών (Sikel)
  • ⓐ quick or violent temper, excitability, irritability (syn L αψιθυμία, οξυθυμία):
    • ο παππούλης μου .. ζούσε στην ερημιά ως τότε και δεν την είχε φανερώσει την ~του (Petsalis) |
    • poem και του 'χε σβήσει τη χολή, την άγρια την ~στ' ανδρειωμένα σωθικά κλ (Valaor)

[der of αψύς or αψός (Eustathios 709.9) w. suff -άδα1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες