Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αχώριστος, επίθ.
-
- 1) Που δε μπορεί να χωριστεί (από κάπ. ή από κ.):
- στρατιώτα … αχώριστέ μου (Λίβ. Esc. 4036).
- 2) (Θρησκ., προκ. για την Aγία Tριάδα) που δε μπορεί να χωριστεί, αδιαίρετος:
- (Πικατ. 416).
[αρχ. επίθ. αχώριστος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δε μπορεί να χωριστεί (από κάπ. ή από κ.):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχώριστος -η -ο [axóristos] Ε5 : 1.που δεν είναι εύκολο να τον διακρίνεις, να τον ξεχωρίσεις από κπ. ή από κτ. άλλο: Σώμα και ψυχή είναι δύο πράγματα αχώριστα, αδιαίρετα. || (γραμμ.): Aχώριστα μόρια, που χρησιμοποιούνται μόνο στη σύνθεση. 2. για κπ. με τον οποίο υπάρχει πολύ στενή συνάφεια: Aχώριστοι φίλοι, πολύ στενοί. Είναι αχώριστοι πια. || (προφ.) για κτ. το οποίο δεν αποχωριζόμαστε ποτέ: Mε την αχώριστη ομπρέλα του.
αχώριστα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἀχώριστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχώριστος, -η, -ο [axόristos] (& αχώριγος)
- ① inseparable, undetachable (syn αναπόσπαστος a, αξεχώριστος 1):
- αχώριστα μόρια gramm particles found only in compound forms (e.g. δυσ-, ξε- etc) |
- ο K. είχε έναν αντίμαχο αχώριστον από κοντά του (Vlachogiannis) |
- υποστηρίζω την θρησκεία μας, επειδή είναι αχώριστη από την ιστορία μας (IDragoumis) |
- η φτώχεια τον παρακολούθησε αχώριστη, ακόμα κι όταν έκαμε και δική του οικογένεια (Melas) |
- λαός και ιστορία είναι αχώριστα· το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο (Theodorakop)
- ⓐ very close, inseparable (syn αξεδιάλυτος 3c, αξεχώριστος 1b):
- ~σύντροφος, φίλος |
- αχώριστη σχέση |
- αχώριστο ταίρι |
- μαζεύεται για το απογευματινό παιχνίδι μια παρέα αχώριστες μικρές φιλαινάδες (Myriv) |
- οι δυο τους και ο γλύπτης Σ. απάρτιζαν μιαν αχώριστη τριάδα (Kanellop) |
- poem .. η αθάνατη ψυχή μου | θα 'ρθει σιμά σου σαν πιστή κι αχώριστη αδελφή σου (Karyotakis)
- ② which cannot be broken down, indivisible, indissoluble (syn αδιαίρετος 2, αξεδιάλυτος 3):
- ο κόσμος .. έχει για συστατικά τα ελάχιστα, πιο πέρα αχώριστα κομμάτια της ύλης, τα άτομα (Theodoridis)
- ③ not separated (fr one's spouse), undivorced (ant διαζευγμένος L, χωρισμένος)
[fr postmed, MG αχώριστος 'inseparable' ← K, AG, cpd w. χωριστός 'separable' (: χωρίζω) cf αδιαχώριστος, ακατα-, αξεχώριστος]
- ① inseparable, undetachable (syn αναπόσπαστος a, αξεχώριστος 1):