Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αχώνευτος, επίθ.
-
- 1) Άπεπτος, αχώνευτος:
- αχώνευτοι … καπνοί (Eρωτόκρ. Δ´ 976).
- 2) Που δε μπορεί να χωνέψει (το φαγητό):
- Περί αχωνεύτου κοιλίας (Iατροσ. κώδ. Ϡοε´).
[μτγν. επίθ. αχώνευτος. H λ. και σήμ.]
- 1) Άπεπτος, αχώνευτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχώνευτος -η -ο [axóneftos] Ε5 : 1.για τροφή της οποίας δεν έχει ολοκληρωθεί η πέψη, που δεν την έχουν χωνέψει, που έμεινε αχώνευτη: Ό,τι τρώει το βγάζει αχώνευτο. || δύσπεπτος. 2. που δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αποσύνθεσης, που δε διαλύθηκε εντελώς: Aχώνευτη κοπριά. Aχώνευτο μέταλλο, άλιωτο. Aχώνευτα ξύλα / κάρβουνα, που δεν κάηκαν εντελώς. 3. (μτφ.) για άνθρωπο αντιπαθητικό, ανυπόφορο: ~ άνθρωπος / τύπος.
αχώνευτα ΕΠIΡΡ. [ελνστ. ἀχώνευτος (για μέταλλο)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχώνευτος, -η, -ο [axόneftos]
- ① not having burned or died out, unconsumed (ant χωνεμένος):
- αχώνευτη θράκα |
- αχώνευτα κάρβουνα |
- poem μα να! ξαναπετάχτηκε μέσ' απ' τη στάχτη του ασκητή | φωτιά η φωτιά μου αχώνευτη κλ (Palam)
- ② undigested (syn άπεπτος):
- ό,τι έφαγε, το έβγαλε αχώνευτο |
- το μεσημεριανό μου το έχω ακόμη αχώνευτο
- ⓐ which cannot be digested, indigestible (near-syn δύσπεπτος):
- αχώνευτο νερό |
- το καθαρτικό δεν απομακρύνει απλώς από τον οργανισμό στοιχεία αχώνευτα (Papanoutsos)
- ③ fig not made part of one's consciousness or knowledge, not fully absorbed or assimilated, undigested (ant αφομοιωμένος 4, χωνεμένος):
- αχώνευτες γνώσεις, θεωρίες |
- προσαρμόζουν τον παρείσακτο πολιτισμό προς τον .. δικό τους· τίποτε δεν καταπίνεται αχώνευτο (Athanasiadis-N) |
- η τούρκικη ποίηση είναι καταδικασμένη να παρουσιάζει την εικόνα αχώνευτης μίμησης (id.) |
- κιονόκρανα που διστάζουν να πάρουν φόρμα, μεταξύ ιωνικού και δωρικού ρυθμού, αχώνευτου ακόμα (ChZalokostas)
- ④ unlikeable, unbearable (near-syn αντιπαθής, ασυμπαθής):
- αγαπούσα όλους και όλα σήμερα· ακόμα και τον αχώνευτο A., που ειρωνεύεται τόσο κουτά (KPapa)
- ⓑ intellectually repugnant, unacceptable, indigestible:
- στην ίδια τη γραμμή ζευγαρωτά οι πιο αχώνευτες ελληνικούρες με τα ωμότερα της ξενομανίας αλαμπουρνέζικα (Palam) |
- είπε πολλές ανακρίβειες, αλλά και μια χοντρή κι αχώνευτη (Melas) |
- εκλέγονται με τον κλήρο, .. θεσμός που ως το τέλος έμεινε ~
[fr postmed, ByzG αχώνευτος ← PatrG, K (also pap) 'not melted'; cf Hesych. ἀχώνευτον· ἄκαυστον; Bekker's Anecd. Gr. 1096: ἄπεπτος, ἀχώνευτος 'undigested'; cf ευχώνευτος, δυσκολο-, ευκολο-, κακο-, καλοχώνευτος etc]
- ① not having burned or died out, unconsumed (ant χωνεμένος):