Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχόρταγος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αχόρταγος, επίθ.· αχόρταος.
  • 1) Λαίμαργος, αδηφάγος:
    • κόρακα, αχόρταγε, φαγά (Φορτουν. Ε´ 256).
  • 2) Άπληστος, πλεονέκτης:
    • μηδέ να είστ’ αχόρταγοι στους επτωχούς απάνω (Ιστ. Βλαχ. 427
    • θάνατε αχόρταγε (Σταυριν. 1153).
  • 3) Ανικανοποίητος:
    • μοίραν από του πόθου μας τ’ αχόρταγο δροσάτο (Φαλιέρ., Ιστ. 518).
  • 4) Που δε μπορεί να τον χορτάσει κανείς:
    • Ω πωρικό μου αχόρταγο και της καρδιάς μου τ’ άθος (Φαλιέρ., Ιστ. 509).

[<στερ. α‑ + χορταίνω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχόρταγος s. αχόρταστος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχόρταγος -η -ο [axórtaγos] Ε5 : 1.που δε χορταίνει εύκολα, που δεν μπορεί να ικανοποιήσει εύκολα το αίσθημα της πείνας: ~ άνθρωπος. Aχόρταγο στόμα. 2. (μτφ.) α. για συναίσθημα ή για ψυχική ανάγκη τόσο έντονη, που δεν μπορεί εύκολα κανείς να την ικανοποιήσει· ακόρεστοςI2: Aχόρταγη επιθυμία / δίψα για εκδίκηση. β. για άνθρωπο άπληστο, πλεονέκτη. || Aχόρταγο είναι το μάτι του ανθρώπου. αχόρταγα ΕΠIΡΡ με βουλιμία: Tρώει / μασάει ~. Bλέπει / φιλάει ~.

[μσν. αχόρταγος < α- 1 χορτα- (χορταίνω) -γος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες