Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχυρώνας ο [axirónas] Ο2 & αχυρώνα η [axiróna] Ο26 : ειδικός αποθηκευτικός χώρος για ζωοτροφές, συνήθ. σε αγροικίες. ΠAΡ Στραβός βελόνα γύρευε* μέσα σε αχυρώνα. Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα, για ανθρώπους που φιλονικούν για κτ. που δεν τους ανήκει ή δεν τους αφορά, για κτ. που ανήκει σε τρίτο ή αφορά τρίτο.
[ελνστ. ἀχυρών ὁ, αιτ. -ῶνα· μσν. *αχυρώνα (πρβ. μσν. αχερώνα) < αχυρώνας μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχυρώνας [açirónas] ο, (also αχερώνας & αχερώνα η,)
- storehouse for hay or straw, barn (syn in αχεριώνας):
- prov δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένη αχερώνα (said of people arguing or fighting over things that do not concern them) |
- folkt κοντά στο σπίτι βρισκότανε ένας ~ γεμάτος ως απάνω με άχερο |
- έτρεξε στον αχυρώνα κι έσφαξε το αρνί (Karkavitsas) |
- οι Nάξιοι είναι οικοδόμοι· το βλέπεις από την αισθητικά τέλεια δομή των .. κατοικιών, καταφυγίων, αχυρώνων (Floros) |
- μια αγελάδα σ' έναν αχυρώνα κλότσησε έν' αναμμένο φανάρι (Karantonis) |
- μας βολέψανε σ' έναν ~, που δεν χωράει παραπάνω από είκοσι (AVlachos) |
- poem η στέγη μου είναι | το κατώφλι μιας αχυρώνας (RApostolidis) [fr postmed (Somavera) αχυρώνας (bes αχερώνας) ← K (IG ll(2). 287 A 149 al.
[Delos, 3rd c. BC]) ἀχυρών (CGL ἀχυρών hoc palearium), Geopon. 6.2.8]
- storehouse for hay or straw, barn (syn in αχεριώνας):