Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αχυρώδης, επίθ.
-
- Που είναι σαν άχυρο· ασήμαντος:
- φροντίδας … αχυρώδεις (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 5618).
[αρχ. επίθ. αχυρώδης]
- Που είναι σαν άχυρο· ασήμαντος: