Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχυρόχρωμος, -η, -ο [açiróxromos]
- straw-colored, light yellow (syn in αχερίς):
- είχ' έρθει από το πρωί .. με σταχτί φόρεμα μισοπένθιμο και μ' αχυρόχρωμη μαντήλα με άσπρα κρόσσια (Xenop) |
- πάνω στα νερά αυτά τα αχυρόχρωμα όλα μοιάζουν ξεθωριασμένα (Ouranis)
[cpd w. combin form -χρωμος; cf άχρωμος, έγ-, εύ-, βαθύ-, ολό-, ομοιό-, σκουρό-, σταχτόχρωμος etc]
- straw-colored, light yellow (syn in αχερίς):