Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχυρόχρωμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αχυρόχρωμος, -η, -ο [açiróxromos]
  • straw-colored, light yellow (syn in αχερίς):
    • είχ' έρθει από το πρωί .. με σταχτί φόρεμα μισοπένθιμο και μ' αχυρόχρωμη μαντήλα με άσπρα κρόσσια (Xenop) |
    • πάνω στα νερά αυτά τα αχυρόχρωμα όλα μοιάζουν ξεθωριασμένα (Ouranis)

[cpd w. combin form -χρωμος; cf άχρωμος, έγ-, εύ-, βαθύ-, ολό-, ομοιό-, σκουρό-, σταχτόχρωμος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες