Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχυροσκεπή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αχυροσκεπή [açiroscepí] η, (& αχεροσκεπή) build.
  • thatched roof, thatch (syn καλαμοσκεπή, καλαμωτή)

[cpd w. σκεπή; cf ξυλοσκεπή]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχυροσκεπής, -ής, -ές [açiroskepís] (L)
  • having a straw roof, thatched (syn αχυρόσκεπος):
    • αντίο καλύβα ~ και χωματόστρωτη, όπου κατοικούν ζώα, σταβλίζονται άνθρωποι (Palaiologos)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αχυροσκεπής, cpd w. combin form -σκεπής; cf ασκεπής, ανεμο-, ανθο-, αφρο-, θαμνο-, θολο-, κεραμο-, πλακο-, φυλλο-, χιονοσκεπής etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες