Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχτύπητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχτύπητος -η -ο [axtípitos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν χτυπήσει, που δεν είναι χτυπημένος: Aχτύπητο αυγό / χταπόδι. || Δεν άφησε πόρτα αχτύπητη. || Aχτύπητο κείμενο, σε γραφομηχανή ή σε τυπογραφείο. 2. (προφ.) που δεν μπορεί κανείς να τον συναγωνιστεί, ασυναγώνιστος: ~ αθλητής. Aχτύπητο ρεκόρ. Είναι ~ στο σκάκι.

[μσν. ακτύπητος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < α- 1 κτυπη- (κτυπώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχτύπητος, -η, -ο [axtípitos]
  • ① not knocked on:
    • δεν αφήνει πόρτα αχτύπητη
  • ② not beaten up, not struck, unthrashed (syn αβάρετος 2, άδαρτος a, αξύλιστος, αξυλοκόπητος):
    • αχτύπητο παιδί
  • ⓐ not tenderized by beating:
    • αχτύπητο χταπόδι
  • ⓑ not mixed or churned by beating, not beaten, not whipped (syn άδαρτος b, ant χτυπημένος):
    • αχτύπητο αβγό, γάλα
  • ③ unhurt, undamaged, unwounded (syn αλάβωτος 1, απλήγωτος, ατραυμάτιστος):
    • ~ από βόλι |
    • αχτύπητοι δύτες, στρατιώτες |
    • το χτυπημένο του μάτι αγρίεψε και το αχτύπητο συννέφιασε (Sotirchos)
  • ⓒ unaffected, untouched (near-syn απείραχτος 2c, απρόσβλητος 2b, άτρωτος 1):
    • ~ από την αρρώστια |
    • δεν έμεινε κανένας ~ από το κρασί
  • ④ typogr not typeset:
    • αχτύπητες σελίδες
  • ⑤ invulnerable, unassailable, unbeatable (near-syn άτρωτος 2):
    • ματαιοπονούσε να δημιουργήσει αποστροφή για μια υποψηφιότητα αχτύπητη στη λαϊκή βάση
  • ⓓ colloq fantastic, super, fine, great (syn άριστος 1, εξαιρετικός):
    • ~ ποδοσφαιριστής |
    • παίζει αχτύπητη κιθάρα

[fr MG ακτύπητος, cpd w. κτυπητός (: κτυπώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες