Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχρωματισμός ο [axromatizmós] Ο17 : (φυσ.) η διόρθωση του φαινομένου που παρουσιάζουν οι συνηθισμένοι φακοί να δίνουν είδωλα χρωματισμένα κι επομένως ασαφή.
[λόγ. < γαλλ. achromatisme < achroma t(ique) = αχρωματ(ικός) -isme = -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρωματισμός [axromatizmós] ο, (L) phys
- quality of not dispersing light into its constituent colors, achromatism (syn, obsol αχρωσία) [fr kath (neol:
- Koumanoudis
[1849 etc]) αχρωματισμός, cpd w. χρωματισμός]
- quality of not dispersing light into its constituent colors, achromatism (syn, obsol αχρωσία) [fr kath (neol: