Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχρωματικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχρωματικός -ή -ό [axromatikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αχρωματισμό: ~ φακός.

[λόγ. < γαλλ. achromatique < a- = α- 1 + αρχ. χρωματικός `που αναφέρεται στο χρώμα΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρωματικός, -ή, -ό [axromatikós] (L) phys
  • not dispersing light into its constituent colors, achromatic (syn αχρωστικός):
    • ~ |
    • αχρωματικό πρίσμα [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1809 etc]) αχρωματικός, der of αχρώματος w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες