Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχρησιμοποίητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχρησιμοποίητος -η -ο [axrisimopíitos] Ε5 : που δεν τον έχουν χρησιμοποιήσει: Aχρησιμοποίητο κεφάλαιο. Aχρησιμοποίητο υπόλοιπο. || που δεν έχει χρησιμοποιηθεί από κανέναν άλλον ή σε καμία άλλη περίσταση: Aχρησιμοποίητα σεντόνια, αμεταχείριστα.

[λόγ. α- 1 χρησιμοποιη- (χρησιμοποιώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρησιμοποίητος, -η, -ο [axrisimopíitos] (L)
  • ① = αχρησίμευτος:
    • ~ |
    • αχρησιμοποίητοι πόροι |
    • αχρησιμοποίητη αποθήκη |
    • αχρησιμοποίητη δύναμη, ευκαιρία, ικανότητα, πίστωση |
    • αχρησιμοποίητο κεφάλαιο, οίκημα, υλικό |
    • αχρησιμοποίητη ανθρώπινη εργασία |
    • οι εξήντα δραχμές επιστρέφονται, γιατί στάθηκαν αχρησιμοποίητες (Athanasiadis-N) |
    • αφήνουν απέξω, αχρησιμοποίητους, τους καλύτερους αξιωματικούς (Petsalis) |
    • κρατούσε μια λεκάνη με το υπόλοιπο του αχρησιμοποίητου γύψου (Valtinos)
  • ② unused, unworn, new (syn αμεταχείριστος, άπιαστος 1b, άσυρτος, ant χρησιμοποιημένος, χρησιμοποιούμενος, χρησιμοποιήσιμος):
    • αχρησιμοποίητο πάπλωμα, πιάτο, ποδήλατο |
    • αχρησιμοποίητο φόρεμα (syn αφόρετο φόρεμα) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1888, 1896]) αχρησιμοποίητος, cpd w. *χρησιμοποιητός (: χρησιμοποιώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες