Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αχρείος, επίθ.
-
- 1)
- α) Ασήμαντος, ταπεινός:
- (Διγ. Esc. 1851)·
- β) ευτελής:
- (Βίος Αλ. 4546).
- α) Ασήμαντος, ταπεινός:
- 2) Κακός, φαύλος:
- (Πτωχολ. α 843 κριτ. υπ).
[αρχ. επίθ. αχρείος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- άχρειος s. αχρείος2.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχρείος -α -ο [axríos] Ε4 : εξαιρετικά βαρύς χαρακτηρισμός για άνθρωπο του οποίου η συμπεριφορά είναι αισχρή, ανήθικη, ανέντιμη: ~ χαρακτήρας. Aχρείο υποκείμενο. ~ συκοφάντης. || Aχρεία διαγωγή / πράξη / χειρονομία. ~ υπαινιγμός. Aχρεία ψέματα. || (ως ουσ.) ο αχρείος: Xάσου από μπροστά μου, αχρείε! || για ήπιο ψόγο: Δες τι ζημιά μου έκανε ο ~!
[λόγ. < αρχ. ἀχρεῖος `άχρηστος, κατώτερος΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρείος1 [axríos] ο, (L)
- disgraceful, wicked, or dishonest person, rogue, rascal (syn άτιμος1 1):
- θα του σπάσω τα μούτρα αυτουνού του αχρείου (Nirvanas) |
- τι είδους καλοσύνη είναι αυτή, που κάνει τον αχρείο αναιδέστερο; (Papanoutsos) |
- όταν συντελέστηκε πια ο αφοπλισμός, παρουσιάστηκε ο ~
[substantiv. m of αχρείος2]
- disgraceful, wicked, or dishonest person, rogue, rascal (syn άτιμος1 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρείος2, -α, -o [axríos] (L) (& D rare άχρειος)
- ① disgraceful, evil, wicked, base, vile (syn άσχημος2 1a, κακός, ποταπός):
- ~ |
- αχρεία πράξη |
- αχρείο υποκείμενο |
- αχρείο επάγγελμα |
- έγινεν ο άγιος του συναξαριού .. δούλος ενός αχρείου σακάτη .. και υπόμενε τα βρισίδια και τους δαρμούς του (Palam) |
- αν πετύχει το αχρείο κίνημά σας στο ναυτικό, θα πετύχει χάρη σ' εμένα (Karagatsis) |
- θ' άφηνες να σ' εκμεταλλευτεί ο κάθε ~ |
- όλοι εμείς, που πιστέψαμε κάποτε στον άνθρωπο, .. παγιδευτήκαμε κατά τον αχρειότερο τρόπο (Panagiotop) |
- poem γιατί μεσ' τ' αχρεία τους σπλάχνη | το φαγί και το πιοτό | σε φαρμάκι δεν αλλάχνει | να τους φάει το σωθικό; (Solom) |
- με οργή μεγάλη βλέπει από τ' αχρείο | έργο της αδικιάς ν' αποτραβιέται (Markoras)
- ⓐ dreadful, nasty, terrible, awful (syn απαίσιος 4a, άσχημος2 4, κακός):
- θα φύγεις μ' αυτό τον άγριο, τον αχρείο καιρό; (Palam) |
- ο δρόμος ~
- ② obscene, lewd, filthy, indecent (syn αισχρός, ανήθικος2, ασελγής2 1, άσεμνος, άτιμος2 3b, πρόστυχος):
- άχρειες κουβέντες |
- λέει αχρεία λόγια |
- θέλησε να κάνει αχρείες πράξεις με το κορίτσι |
- χωρίς να ξηγηθεί παραπάνω το παιδί, έλεγε πως στάθηκε μαζί της ~ |
- poem .. μην τύχει | κι απομείνει έν' αχνάρι από μέλη κρυφά, | που τους άχρειους ανάβουνε πόθους (Stavrou Ar)
[fr postmed, MG αχρείος ← K (also pap), AG ἀχρεῖος (& K ἄχρειος) 'useless']
- ① disgraceful, evil, wicked, base, vile (syn άσχημος2 1a, κακός, ποταπός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρειόστομος, -η, -ο [axrióstomos]
- using obscene language, talking bawdily, foul-mouthed, lewd (syn in αχρειόγλωσσος)
[cpd of αχρείος w. combin form -στομος; cf αθυρόστομος, αυθαδό-, κακό-, κοπρόστομος etc]
[Λεξικό Κριαρά]
- αχρειοσύνη η.
-
- Εξευτελισμός, ατίμωση:
- όντως ευγενική ψυχή, παρά την αχρειοσύνην ηρετίσω τον θάνατον (Διγ. Gr. 214).
[<επίθ. αχρείος + κατάλ. ‑σύνη. Η λ. το 10. αι. (LBG), σε Γλωσσάρ. και σήμ.]
- Εξευτελισμός, ατίμωση: