Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχρήστευση η [axrístefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αχρηστεύω: ~ των ακτών εξαιτίας της ρύπανσης.
[λόγ. αχρηστεύ(ω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρήστευση [axrístefsi] η, (L) (& D αχρήστεψη)
- act of process of making or becoming useless:
- λυτρώνεται με το ξεθύμασμα· σα να είναι αυτός ο σκοπός και όχι η ολοσχερής ~ |
- έπαθε άραγε ο σπουργίτης ~ των φτερών του; (Chourmouziadis) |
- η αποχώρηση με το όριο ηλικίας δεν θα έπρεπε να σημαίνει απόλυτη ~ του αποχωρούντος (Louros) |
- το σχέδιο ψηφίσματος .. περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που οδηγούν στην αχρήστεψη των δεσμών της Kύπρου (Christidis)
[fr kath (neol) αχρήστευσις, der of αχρηστεύω]
- act of process of making or becoming useless: