Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχούρι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχούρι το [axúri] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) στάβλος. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός εξαιρετικά ακατάστατου και βρόμικου χώρου.

[μσν. αχούρι < τουρκ. ahur, ahιr (από τα περσ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
αχούρι το· αχούριον.
  • Ιπποστάσιο, στάβλος:
    • τ’ άλογα στ’ αχούρια τους (Κορων., Μπούας 76).

[<τουρκ. ahur, περσ. προέλ. Τ. ιν τον 11. αι. (LBG). Η λ. στο Du Cange (η) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχούρι [axúri] το,
  • ① stable (syn στάβλος):
    • folkt κατέβηκε λοιπόν εκείνο το βράδυ στο ~ του, έκατσε σε μιαν άκρη κι άκουε τι λέγανε μεταξύ τους τα ζώα (Loukatos) |
    • και κοπέλι έγινα στ' ~ ενός πλούσιου, να φροντίζω για τ' άλογα (Psichari) |
    • folks. κλαίνε τ' αχούρια γι' άλογα και τα τζάμια γι' αγάδες (Theros) |
    • poem το χνούδι της κουβέρτας | έπεφτε μαλακά σαν τη χαίτη του αλόγου που γύρισε στ' ~ (Ritsos)
  • ② fig very dirty or disordered place, pigsty (syn γυφταριό, στάβλος):
    • ~ το 'κανε το δωμάτιο

[fr postmed αχούριν, -ιον 'id.' ← Turk ahir ← Pers achur]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχουρίλα [axuríla]
  • smell characteristic of a stable

[der of αχούρι w. suff -ίλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες