Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχορτασιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχορτασιά η [axortasxá] Ο24 : η ιδιότητα του αχόρταστου· βουλιμία. || απληστία, πλεονεξία.

[ελνστ. ἀχορτασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αχορτασία η.
  • Απληστία, πλεονεξία:
    • αχορτασίαν του χρυσού (Πένθ. θαν. Κ φ. 23v).

[μτγν. ουσ. αχορτασία. Η λ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχορτασιά [axortasjá] η, (& αχορταγιά)
  • ① inability to satisfy one's hunger, voraciousness, gluttony (syn αδηφαγία, απληστία 1, βουλιμία, λαιμαργία, ant χόρταση):
    • poem κι αρπάει βυζασταρούδι το μαστό της μάνας και δαγκάνει | βαθιά, με αχορταγιάν ανέσπλαχνη, την κόκκινή της ρώγα (Kazantz Od 23.205)
  • ② fig insatiable desire, insatiability, avidity, eagerness (syn απληστία 2, near-syn δίψα):
    • πορεύεται με την ~ ενός ξεσκέπαστου λεσβιακού ηδονισμού (Palam) |
    • με τι ξάφνιασμα ξαναβρήκα τα πράματα στη θέση τους, με τι ~ τα ξαναγνώριζα! (Prevelakis) |
    • είναι βαριά η αχορταγιά της νιότης, δεν καταδέχεται να παραδεχτεί τα σύνορα του ανθρώπου (Kazantz)
  • ③ greed, avarice, cupidity (syn απληστία 3, πλεονεξία):
    • οι καμπήσιοι είχαν ψωμί περίσσιο και .. μόνο από την ~ τους έπαιρναν τους δρόμους (Psichari) |
    • ξυπνά μέσα του το θεριό η ~, που γλήγορα γεννοβολάει την αδικία (Vlami) [fr postmed, MG αχορτασία (bes αχορταγία & in Erotokr. αχορταγιά) ← K, àχορτασία, cpd of privat. à- & (LXX, pap

[4th c. AD]) χορτασία 'being fed, fullness' (: χορτάζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες