Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχορταγιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχορταγιά η [axortajá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η απληστία, η πλεονεξία.

[μσν. αχορταγιά < αχορταγία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αχόρταγ(ος) -ία > -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
αχορταγία η· ανεχορταγιά· αχορταγιά.
  • 1) Λαιμαργία:
    • έφαν το μ’ αχορταγιά μεγάλη (Ερωφ. Β´ 154).
  • 2)
    • α) Απληστία:
      • μ’ ανεχορταγιά πολλή απεδεκεί αρχινίζει του πόθου την ορεχτικήν δροσιάν να πιπιλίζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [241]
    • β) πλεονεξία:
      • αχορταγιά του πλούτου (Ροδολ. Δ´ 39).

[<επίθ. αχόρταγος + κατάλ. ία. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. αχορτασιά). Η λ. το 12. αι. (LBG)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχορταγιά s. αχορτασιά.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες