Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχονδροπλασία [axon∂roplasía] η, (L) med
- abnormal development of cartilage, achondroplasia:
- η ~ προκαλεί τον νανισμό
[fr kath (neol) αχονδροπλασία ← ISV achondroplasia, this cpd of privat. α- and *χονδροπλασία; cf κακοπλασία, νεο-, τερατο-, χειλεο-, ωτοπλασία]
- abnormal development of cartilage, achondroplasia: