Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχνός -ή -ό
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχνός ο [axnós] Ο17 : 1.ο ατμός που αναδίδεται από ένα υγρό που βράζει ή από ένα φαγητό που είναι πολύ ζεστό: Ο ~ του καφέ / της σούπας. Θάμπωσαν τα τζάμια της κουζίνας από τους αχνούς. 2. ο αέρας της εκπνοής, συνήθ. όταν η ατμόσφαιρα είναι ψυχρή.

[< *αθνός < αθμός < αρχ. ἀτμός (σύγκρ. φάτνη > παχνί, λαχμός > λαχνός)]

[Λεξικό Κριαρά]
αχνός ο.
  • Αιθάλη:
    • επάρετε εσάς γέμωσμα τις φούχτες σας αχνό του καμινιού (Πεντ. Έξ. ΙΧ 8).

[<αρχ. ουσ. ατμός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχνός -ή -ό [axnós] Ε1 : που το σχήμα ή το περίγραμμά του δε διακρίνεται, δεν ξεχωρίζει καθαρά, που μόλις διαφαίνεται: Aχνό βουνό / σύννεφο. Aχνό πρόσωπο. Aχνά χείλη, πολύ λεπτά. Aχνό χαμόγελο, αδιόρατο. || Aχνό φως. Aχνό πρωινό / ηλιοβασίλεμα. αχνούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. αχνά ΕΠIΡΡ: Φέγγει / χαμογελάει ~. Kάτι προβάλλει ~ στο νου μου. αχνούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[επίθ. < ουσ. αχνός· αχν(ός) -ούτσικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνός1 [axnós] ο, (& Kazantz χνος)
  • ① vapor, steam (syn in άχνα 1):
    • ο καφές, η σούπα, το τσάι βγάζει αχνό |
    • ο ~ τού θαμπώνει τα γυαλιά |
    • τα παράθυρα ήσαν θαμπά από αχνό (Karagatsis) |
    • η άσφαλτο στους δρόμους μαλάκωσε και βγάζει αχνούς (KPolitis) |
    • την είδε να σκύβει πάνω από τον αχνό του τσουκαλιού (Bastias) |
    • ρουφάει φακή και σκουπίζει τα δάκρυα, που του ήρθαν τάχα απ' τον αχνό της (Stavrou Ar)
  • ⓐ usu pl αχνοί οι, emanations, exhalations, vapors, gases, fumes (syn αναθυμίαση 1b):
    • ελώδης ~ |
    • τα Γεροσόλυμα τρελαίνουν ή σκοτώνουν· .. μα γιατί; το νερό; το χώμα; οι αχνοί της Nεκρής Θάλασσας; (Tsirkas) |
    • poem σαν το νερό, που ακίνητο | σε μια λακκιά βουρκώνει, | όθε με αχνούς θανάσιμους | τ' αέρι φαρμακώνει (Markoras) |
    • οσμές φαρμάκων μέσα στον αγέρα | .. σμίγουν | αχνούς από αυτοκίνητα κλ (Seferis) |
    • η λευτεριά θα βγει μέσ' απ' τα μπράτσα μας, | θα βγει σαν τον αχνό μέσ' απ' τη γη μας (Pyliotis)
  • ② haze, mist, thin fog (syn in αχλύς 1):
    • γκρίζος, γλαυκός, ψιλός ~ |
    • βραδινός, θαλασσινός, πρωινός ~ |
    • ~ ομίχλης, φεγγαριού |
    • ~ ονείρου |
    • αδύνατος σαν ~ |
    • άσπρα, χοντρά κοτρώνια .. λιάζονταν .. κι έβγαζαν έναν αχνό φλομωμένο, που τρεμοσάλευε (Christomanos) |
    • ο αέρας μπαίνοντας παγερός στη ζεστή κάμαρα, έφερε αχνούς και χοντρές σταλαγματιές (Karagatsis) |
    • μόνο Tούρκο δε συναντήσαμε πια· λες και τους είχε κάνει αχνό η φοβερή η λάβρα (Petsalis) |
    • σε λίγο ο ήλιος θα άρχιζε .. να διώχνει σαν αχνό τη νυκτερινή υγρασία (TAineias) |
    • poem δεν είμαι φάντασμ' απ' αχνό μηδέ γαλάζια ιδέα (Palam) |
    • μαύρα σύννεφα απ' αχνό, καπνό κι ασβόλη (Charvalias)
  • ⓑ phr γίνομαι ~:
    • poem μα δεν τον είδεν από κει κανείς να ξαναβγαίνει· | έγιν' ~ και πάει (Palam)
  • ③ vapors exhaled as breath, condensed breath (syn in άχνη 3):
    • τα σκυλιά πέτρωσαν με τον αχνό παγωμένο στον αέρα (Ambatzoglou)
  • ⓒ breath, emanation, exhalation, odor (syn άχνα 3c):
    • ναρκωμένος απ' τον ευωδιαστόν αχνό της αναπνοής της .. αποκοιμήθηκε κι εκείνος (Drosinis) |
    • η νύχτα μέθυσε και ταξιδεύει ... σε πέλαγος από ευωδιαστούς αχνούς (Terzakis) |
    • poem το πεινασμένο ζο του αντρούς το χνο μυρίστη κι ακροστάθη (Kazantz Od 18.157) |
    • .. κατηφορίζουν στα Tρίκαλα | τα πρόβατα και παν στα χειμαδιά των | φέρνοντας άρωμα κι αχνό απ' τη λαγκαδιά (NPapas)
  • ⓓ w. neg (not) a sound, (not) a whisper (syn in άχνα 4b):
    • ξαπλώθηκε στο πλάι και δεν κινήθηκε· και πόνου αχνό δεν έβγαλε (Vlachogiannis) [αχνός fr αφνός (Thrace, Oinoë of Pontos) ← αθνός ← αθμός ←ατμός; Hatzid., Λεξ. Aρχ. (Aθηνά 29

[1917]), p. 4; Aθηνά 36 (1924), 178 = ΓE 2.307f.; cf also αχνίζω1, καταχνιά ← καταφνιά ← *κατατμία, Pontic παφνίζω ← *υπατμίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνός2, -ή, -ό [axnós]
  • ① pale, pallid (syn χλωμός, ωχρός):
    • αχνό μέτωπο |
    • αχνά χείλη |
    • την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της (Krystalis) |
    • η αχνή σάρκα έδειχνε άυλη κι εξαγνισμένη (KPolitis) |
    • poem τη μαύρη ακαρτερούσανε στερνή τους ώρα κι όμως | να κάμει αχνή δεν έβλεπα μία μόνην όψη ο τρόμος (Markoras) |
    • όπου λουλούδι φούντωνε, κρέμεται αχνό χορτάρι (Palam) |
    • αχνόν και άρρωστον με είδες | κι επόνεσες σαν Παναγία (Mavilis)
  • ② not bright or glaring, dull, pale, dim (syn αμυδρός 4, απαλός 1b, αχνόθαμπος, θαμπός, μουντός):
    • ~ ατμός, πίνακας |
    • αχνή θάλασσα, ομίχλη |
    • αχνές δροσοσταλίδες |
    • αχνό θάμπος, φως, χρώμα |
    • αχνά μαργαριτάρια, σύννεφα |
    • αχνά μάτια |
    • αχνό γαλάζιο, πράσινο |
    • ο ήλιος έριχνε αχνά χρυσάφια στους ξερούς βράχους (Karagatsis) |
    • έχει προτίμηση στο τοπίο με τους πολύ αχνούς τόνους (Charis) |
    • ένα φεγγάρι νυστασμένο, που πάει να βασιλέψει και χύνει αχνότερη γι' αυτό τη λάμψη του (Palam) |
    • σκοτάδι ακόμα κι ας χαράζει χαμηλά χαμηλά μιαν αχνότατη γραμμή (Petsalis)
  • ⓐ giving out a weak light, dim, faint (syn αμυδρός 1, αχνόφωτος 1, ant λαμπερός):
    • ~ ήλιος |
    • αχνή αναλαμπή, αχτίδα, φλόγα |
    • αχνό κερί, φεγγάρι |
    • poem στο εικόνισμα το απόβαθο | κρεμιέται αχνό καντήλι (Melachrinos)
  • ⓑ characterized by faint or dim light, dim, dusky (syn αχνόφεγγος, αχνόφωτος 1, ant φωτεινός):
    • αχνή μέρα |
    • αχνό ηλιοβασίλεμα, μεσημέρι, πρωινό |
    • ξεχάστηκε εκεί κοιτάζοντας τις σιλουέτες των νησιών, καθώς σμίγανε αργά αργά με το αχνό βράδυ (TAthanasiadis) |
    • poem .. απλώνονταν εμπρός σου | μαύρος γιαλός σα νύχτα αχνή κι αφέγγαρη (Skipis) |
    • ... προτού χαράξει, ο ~
  • ③ not dense, thin, rare (syn αραιός 3, λεπτός):
    • ~ καπνός |
    • αχνή δροσιά |
    • [το φεγγάρι] ρίχνει έναν αχνό πέπλο στα γύρω βουνά (ChZalokostas) |
    • ένα απλότατο, αχνότατο δίχτυ γεμάτο αρμονία και μυστήριο πλέκεται μες στο βραδιασμένο σαλόνι (Petsalis) |
    • poem ανάμεσά του ο κόσμος φάνταζε με μιαν αχνή ντυμένος γάζα (Koukoulas) |
    • .. θα 'ταν κάποτε πασπαλισμένα με χρυσό· | σαν κάποια να τους έμεινεν ακόμη αχνή αθάλη (Zevgoli)
  • ⓒ tender, dainty, delicate (syn αβρός 1, απαλός 3c, τρυφερός):
    • αχνά λουλούδια |
    • poem θλιμμένο κρίνο πόγειρες τ' αχνό κεφάλι | στην άκρη της νεροσυρμής κλ (Gryparis)
  • ④ not clearly visible, dim, blurry, indistinct (syn αμυδρός 3, δυσδιάκριτος, near-syn ασαφής 1):
    • αχνή ζωγραφιά, μορφή, παρουσία, σιλουέτα, σκιά |
    • αχνό μονοπάτι, περίγραμμα, περιθώριο, σημάδι, χάος |
    • αχνό όραμα, φάντασμα |
    • δε βλέπει άλλο παρά .. αχνούς όγκους να ξεδιπλώνονται γύρω στη γυμνή και σπαθωτή κορυφή του Άθω (Papantoniou) |
    • σέρνει το ραβδί στο χώμα, χαράζοντας μια λεπτή αχνή γραμμή στο διάβα του (Petsalis) |
    • ο βράχος του Γιβραλταρ ολοένα γινόταν πιο ~, πιο γαλάζιος (Venezis) |
    • poem η Nαυσικά με τη φωνή την κρουσταλλένια, | γυμνή, πεντάμορφη, αχνή μέσα στον ήλιο μου (ZOikonomou)
  • ⓓ faint, weak, feeble, dim (near-syn αμυδρός 2, ασθενής2 1b):
    • αχνή ελπίδα, μνήμη, φωνή |
    • άκουσα από κάτω ένα σούρσιμο αχνό (Valtinos) |
    • όσο κι αν φαίνεται σκοτεινός ο ορίζοντας, διακρίνουμε στο βάθος του μια αχνή προαναγγελία (Chatzinis)
  • ⓔ lacking vigor or intensity, dim, faint, subdued, lifeless (near-syn άτονος 1b, άψυχος):
    • ~ στοχασμός |
    • αχνή ιδέα |
    • αχνό δράμα, χαμόγελο |
    • κουρέλια ξεφορτώνουν, κουρέλια ανθρώπινα, ζωής αχνά απομεινάρια! (Petsalis) |
    • θυμηθείτε .. τη γλώσσα του T.A., τη ρευστή, την αχνή, τη σχεδόν αέρινη (Chatzinis) |
    • μεταβάλλει την προσωπικότητα του Oμήρου σε σύμβολο αχνό δίχως κόκκαλα και κρέας (Kakridis) |
    • δεν μετεωρίζεται μέσα σε αχνές ιδέες αλλοδαπές και ανεφάρμοστες στη χώρα του (Diomatari)

[der of άχνα; cf αραχνός (αράχνη), κανναβός, καστανός, λιβανός (λιβάνι), μελισσός (μέλισσα), πορφυρός, ψαρός etc (Hatzid., MNE 1.148)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνοσβήνω [axnozvíno] (& αχνοσβώ) ipf αχνόσβηνα, aor subj αχνοσβήσω, mi αχνοσβιέμαι, poet
  • ① trans put out slowly or gradually:
    • poem μια αυγή για σε δε θα προβάλει, νύχτα αιώνων, | απ' τ' ακροούρανα μια αυγή, να τα σκορπίσει, | άχνα, τα σκότη σου, στο φως να τ' αχνοσβήσει; (Douras)
  • ② intr be extinguished slowly, go out gradually, fade out (syn αργοσβήνω, θαμποσβήνω):
    • poem .. πλάνα δώρα ζηλεμένα | της ζήσης, που αχνοσβιέται και τελειώνει (Mavilis) |
    • εις του ήλιου τη λαμπράδα όλα τ' άστρα ν' αχνοσβούνε (Panas) |
    • στον τεφρό πέρα ορίζοντα η αγάπη μου αχνοσβήνει (Karyotakis) |
    • κειπάνου που αχνοσβήνανε του σύθαμπου τα ρόδα | κι ανάμεσά τους βούλιαζε χρυσή του γήλιου η ρόδα (Ritsos)

[cpd w. σβήνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνοσκεπάζω [axnoscepázo] ipf αχνοσκέπαζα
  • cover w. a haze:
    • μια θολάδα δακρυολουσμένη αχνοσκέπαζε τον ουρανό και τη γης (Psichari) |
    • το πρωινό πούσι αχνοσκέπαζε τα πάντα (SPapageorgiou)

[cpd of άχνη & σκεπάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνοστάζω [axnostázo] poet
  • drip slowly (syn in αργοστάζω):
    • poem κύριε, φωτιά αχνοστάζει απ' τ' όνομά σου (Barlas)

[cpd w. στάζω; cf αργοστάζω, σιγοστάζω etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνοσύννεφο [axnosínefo] το, (& αχνοσύγνεφο)
  • cloud of low density or consistency, cloud of mist:
    • θα τη φορούσα την εσάρπα απλή σαν ~, διπλωμένη λοξά σα φτερούγα κλ (Drosinis) |
    • το φεγγάρι το χλωμό .. θα μου φαίνει μια ασημένια φορεσιά σαν τ' αχνοσύννεφα (Nirvanas) |
    • poem κι απάνω στ' αχνοσύγνεφο μπορεί κανείς να πλάσει | το άγαλμα, που σκαλίζει το στο μάρμαρ' ο τεχνίτης (Palam)

[cpd w. σύννεφο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες