Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχνιστός -ή -ό [axnistós] Ε1 : 1.που αχνίζει, που βγάζει αχνούς: Tο αίμα κυλούσε αχνιστό από την ανοιχτή πληγή. 2. (μαγειρ.) για φαγητό που έχει μαγειρευτεί στον αχνό, δηλαδή με ελάχιστο νερό και σε σιγανή φωτιά: Aχνιστά μύδια / λαχανικά.
[αρχ. ἀτμιστός κατά την εξέλ. ἀτμίζω > αχνίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνιστός, -ή, -ό [axnistós]
- ① enveloped in haze or mist, misty (syn αχνισμένος1 1):
- αχνιστό φως |
- είδα την πανσέληνο να ξεπροβάλλει πάνω από τη ρεματιά πορτοκαλένια κι αχνιστή (KPolitis) |
- μια αχτίδα χρυσή .. αντιφέγγιζε γύρω σπαταλώντας στο δωμάτιο πορτοκαλί θάμπος αχνιστό (Terzakis) |
- δούλευαν ολημερίς κάτω από αχνιστό ουρανό (Roufos) |
- μια πελώρια πεντάλφα .. ανέβαινε τώρα ξαφνικά πίσω απ' τους αχνιστούς όγκους των νησιών (Plaskovitis)
- ② emitting vapor, steaming (syn αχνισμένος 2):
- ~ καφές, οβελίας, χυλός |
- αχνιστή γαλοπούλα, μαγειρίτσα, φραντζόλα |
- αχνιστή θάλασσα, λάσπη |
- αχνιστό αίμα, γάλα, τσάι |
- αχνιστά αβγά, στραγάλια |
- αχνιστό περιβόλι, φλιτζάνι, χαμάμι |
- βγήκε κρατώντας την αχνιστή σουπιέρα με τα δύο της χέρια (Xenop) |
- η λάσπη .. βύζαινε στα νύχια των βοδιών, το βούνευρο δούλεψε σκληρά πάνω στις αχνιστές τους ράχες (Petsalis) |
- σέρνονταν σαν πελώριες κάμπιες πάνω στο χιόνι ξεφυσώντας τις αχνιστές τους αναπνοές (TAthanasiadis) |
- άμα ψηθήκανε [τ' αραποσίτια], τ' απλώσαμε αχνιστά πάνω στις φλούδες (Lountemis) |
- poem τ' αλόγατα με τ' αχνιστά ρουθούνια βιάζονταν (Kazantz) |
- τα μέτρησε όλα, τ' αχνιστά εντόσθια, | τις τιναγμένες φρένες των συντρόφων (Decavalles)
- ⓐ cooked in steam, steamed:
- αχνιστά κουκιά, μύδια
- ③ emitting smoke, smoking (syn αχνισμένος1 3):
- poem βρουχήθη ο δοξαράς και χύθηκε μες στ' αχνιστά συντρίμμια (Kazantz Od 16.257)
[fr *αφνιστός ← *αθνιστός ← *ατμιστός; cf αχνίζω1]
- ① enveloped in haze or mist, misty (syn αχνισμένος1 1):