Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχλάδι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχλάδι το [axláδi] Ο44 : ο καρπός της αχλαδιάς, φρούτο με σαρκώδες περίβλημα, μικρούς σπόρους και ωοειδές σχήμα που συνήθ. στενεύει προς το κοτσάνι· απίδι: ~ άγουρο / ώριμο / γλυκό / στυφό / ζουμερό. Aχλάδια βουτυράτα. Οι κοντούλες είναι ένα είδος αχλαδιών. (λόγ. έκφρ.) μεταξύ τυρού* και αχλαδίου / αχλαδιού. αχλαδάκι το YΠΟKΟΡ. αχλάδα η MΕΓΕΘ. ΦΡ πίσω έχει η ~ την ουρά, λέγεται με ελαφρά απειλητικό τόνο και δηλώνει ότι οι δυσκολίες θα παρουσιαστούν αργότερα ή στο τέλος.

[μσν. *αχλάδιον υποκορ. του αχλάδα < ελνστ. ἀχλάς, αιτ. -άδα `είδος άγριου αχλαδιού΄ (αρχ. ἀχράς)· μσν. αχλάδα που θεωρήθηκε μεγεθ. σε αντίθεση προς το αχλάδι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχλάδι [axlá∂i] το, bot
  • fruit of the pear tree, pear (syn απίδι 1, αχλάδα 2):
    • ~ άγουρο, ζουμερό, στυφό |
    • αχλάδια βουτυράτα μοσκάτα

[fr MG (Du Cange) αχλάδι, der of MG αχλάδιν (Pont: Kerasous) ← K ἀχλάδιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχλαδιά η [axlaδjá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο του οποίου καρπός είναι το αχλάδι· απιδιά: Άγρια ~, γκορτσιά.

[αχλάδ(ι) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχλαδιά [axla∂já] η,
  • pear tree (syn απιδιά, αχλαδιά 1):
    • μια λιγνή ~ έμπλεξε τα κλωνιά της πάνω στον τριχωτό κορμό του φοίνικα (KPolitis)

[fr postmed (Somavera αχλαδιά ← MG (& dial in Avlonari, Eub) αχλαδέα, der of LK ἀχλάς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες