Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχινός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχινός ο [axinós] Ο17 : μικρό θαλασσινό ζώο του οποίου το σώμα περιβάλλεται από σφαιρικό ή ωοειδές κέλυφος που αποτελείται από ασβεστολιθικές πλάκες και καλύπτεται από αγκάθια.

[μσν. αχινός < αρχ. ἐχῖνος με τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-exi > enaxi > en-axi] (μετακ. τόνου;)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχινός [açinós] ο, zoo
  • sea urchin (syn αχινιός 1):
    • καλαμώνω, ψαρεύω αχινούς |
    • πάτησε αχινό και δεν μπορεί να περπατήσει |
    • ο πανικός .. έκανε τις τρίχες να σαλεύουν σαν τα κεντίδια τ' αχινού (Myriv) |
    • ήρθε με πεντ' έξι χταπόδια απλωμένα στη βάρκα του και με μερικά στρείδια και αχινούς (Karagatsis) |
    • ένοιωσε .. στο στόμα του τη γέψη αχινού και πεταλίδας (Lazaridis) |
    • poem οκνά κοπάδια οι αχινοί βοσκούνε | πα στου βουνού τ' ανάπλαγα σπαρμένοι (Mammelis) |
    • .. κουτσοπίνουν με το αβγοτάραχο του χταποδιού και με αχινούς μεζέδες (Kazantz) |
    • στη Nεκρή Θάλασσα | δεν είναι ψάρια | δεν είναι φύκια μήτε αχινοί, | δεν έχει ζωή (Seferis)

[fr postmed αχινός (← AG ἐχῖνος) w. accent on the ultima by anal. to adjs in -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες