Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχθοφόρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχθοφόρος ο [axθofóros] Ο18 : αυτός που εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής ή αυτός που αναλαμβάνει με αμοιβή να μεταφέρει φορτία.

[λόγ. < ελνστ. ἀχθοφόρος, αρχ. σημ.: για υποζύγιο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχθοφόρος [axθofόros] ο, (L) (& D αχτοφόρος)
  • porter (syn βαστάζος, χαμάλης):
    • κατέβασε τη θρησκευτική τέχνη στη γη μπάζοντας στη Γραφή αχθοφόρους για πρόσωπα (Papantoniou) |
    • τα καροτσάκια των αχθοφόρων κυλούν με θόρυβο (Karagatsis) |
    • δε βρίσκαμε ούτε έναν αχθοφόρο, να μας κουβαλήσει τις βαριές αποσκευές (Karantonis) |
    • εικοσιπέντε χρονώ θεριό είναι ο άτιμος· πρώτος αχτοφόρος του λιμανιού (Moskovis)

[fr kath αχθοφόρος ← MG (CGL), LK, substantiv. m of AG adj αχθοφόρος, this cpd of άχθος & combin form -φόρος (: φέρω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες