Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχηβάδα η [axiváδa] Ο26 : 1.οστρακοφόρο θαλασσινό μαλάκιο. || διακοσμητικό αντικείμενο που μοιάζει με αχηβάδα. 2. στη δυτική κυρίως αρχιτεκτονική, το τεταρτοσφαίριο που καλύπτει μία ημικυλινδρική κόγχη στην οποία τοποθετούνται αγάλματα ή διακοσμητικές παραστάσεις.
[1: μσν. αχηβάδα < χηβάδα με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-xi > miaxi > mi-axi] ίσως < *χημάδα < αρχ. χήμη· 2: λόγ. σημδ. της λ. κόγχη ή του γαλλ. conque]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχηβάδα [a ivá∂a] η, (sp. also αχιβάδα & region. χηβάδα)
- :
- το δέρμα σου ευώδιαζε αρμύρα αχηβάδας (Karagatsis) |
- το στρείδι είναι κολλημένο στο βυθό, η ~ είναι βυθισμένη στη λάσπη (Potamianos) |
- στο ιχθυοτροφείο .. ψάρευαν χέλια κι αχηβάδες (TDoxas) |
- πήραμε επίσης .. και μια μεγάλη ~-σταχτοδοχείο, που 'χε μέσα ζωγραφισμένη την Aκρόπολη (Tachtsis)
- ⓐ conch-shell horn (syn κόχυλας, κοχύλι):
- βγήκε ο μυλωνάς στην αυλή, έβαλε την ~ στο στόμα του και μπούρισε δυο φορές (Valtinos)
- ① shell-shaped bowl (syn μπολ):
- ενώ σήκωνε το κουταλάκι της να φάει μια γουλιά ροζ παγωτό, χλώμιασε, ξανάφερε το κουταλάκι πίσω στην μετάλλινη ~ (DOikonomidis)
- ② archit alcove, niche, recess (syn εσοχή, κόχη):
- ο τοίχος απέναντι έκανε ~ (Tsirkas)
- ⓑ apse (syn κόχη):
- μπαίνοντας στην εκκλησία ξεχώριζες μέσα στη χηβάδα την Παναγιά την Πλατυτέρα (Kontoglou)
[fr widespread dial χηβάδα ← postmed (Somavera), MG αχηβάδα, augmentat. of MG *αχηβάδιν, this der of MG χηβάδιν/χηβάδιον ← ByzG χημάδιον, dimin of MG χήβα ← K, AG χήμη 'clam'; cf Cretan dial αχημάδα and Siteia αχημάδι]