Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχείλι το [axíli] Ο44 : (λαϊκότρ.) το χείλι: Σουφρώνει / κρεμάει τ΄ ~ του.
αχειλάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν.(;) αχείλιν < πληθ. τά χείλη του αρχ. χεῖλος, τό που θεωρήθηκε εν., με ανασυλλ. [ta-xili > t-axili] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχείλι s. χείλι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχειλία η [axilía] Ο25 : (ιατρ.) η εκ γενετής ολική ή μερική έλλειψη χειλιών.
[λόγ. άχειλ(ος) -ία]