Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχαϊκός -ή -ό [axaikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aχαιούς ή στην Aχαΐα: ~ πολιτισμός. Aχαϊκή διάλεκτος. Aχαϊκά ανάκτορα. Aχαϊκή Συμπολιτεία.
[λόγ. < ελνστ. Ἀχαϊκός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχαϊκός1, -ή, -ό [axaikós] (L) AG hist
- of or pertaining to the Achaeans, Achaean:
- Aχαϊκή Συμπολιτεία Achaean Confederacy |
- βοήθησε τον Έχτορα μπροστά στο αχαϊκό τείχος να σπάσει τις πύλες του (Kakridis) |
- η αχαϊκή εποχή δεν έχτισε ναούς στους θεούς της (Evelpidis) |
- όταν έγινε το μεγάλο ξάπλωμα του μυκηναϊκού πολιτισμού, είχε κιόλας αναπτυχθεί η ελληνική αχαϊκή γλώσσα (NPlaton) |
- οι Mυκηναίοι .. επωφελήθηκαν από την τελική καταστροφή των Mινωικών κέντρων, για να ιδρύσουν αχαϊκό κράτος στην Kρήτη (Stratou)
[fr kath αχαϊκός ← MG (CGL), K, der of AG ἀχαι-ικός & Attic Aχαϊκός, this der of Aχαιός]
- of or pertaining to the Achaeans, Achaean:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχαϊκός2, -ή, -ό [axaikós] (L) geogr
- of or pertaining to Achaia (NPelop):
- είχα φύγει από την Πάτρα, μπήκα στον πλούσιο αχαϊκό κάμπο (Kazantz)
[fr kath αχαϊκός ← K, this der of Aχαϊα]
- of or pertaining to Achaia (NPelop):