Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχαριστία η [axaristía] Ο25 : η ιδιότητα του αχάριστου ανθρώπου· αγνωμοσύνη: Έδειξε μεγάλη ~. || η αχάριστη πράξη.
[λόγ. < αρχ. ἀχαριστία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αχαριστία η· αχαριστιά.
-
- Aγνωμοσύνη:
- (Πιστ. βοσκ. ΙΙ 5, 207).
[αρχ. ουσ. αχαριστία. H λ. και σήμ.]
- Aγνωμοσύνη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχαριστία [axaristía] η, (& αχαριστιά)
- ingratitude, ungratefulness (syn αγνωμοσύνη, ant ευγνωμοσύνη):
- μεγάλη, πικρή, χτυπητή ~ |
- folkt ρίχνει ο θεός φωτιά και μας καίει για την αχαριστιά μας (Megas) |
- κατέχει την ικανότητα να ευγνωμονεί, η αχαριστία τού είναι μισητή (Panagiotop) |
- ήταν η ώρα να πληρώσω για την ~ που του είχα δείξει (Melas) |
- συλλογιζόμουνα τον όγκο της αχαριστίας του τόπου .. προς έναν καλλιτέχνη, που είχε προσφέρει σοβαρές υπηρεσίες στην νεοελληνική σκηνή (id.) |
- τον ποτίζει διαρκώς με το φαρμάκι της αχαριστίας (GIoannou)
[fr postmed αχαριστία (bes αχαριστιά) ← AG (Xenoph, Demosth), der of αχάριστος]
- ingratitude, ungratefulness (syn αγνωμοσύνη, ant ευγνωμοσύνη):