Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχαμνός
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
αχαμνός, επίθ.· χαμνός.
  • 1) Mαλακός:
    • τ’ αψύ και τ’ άφτιαστο σίδερον δεν μαλάσσει, αν δεν του βάλουσι αχαμνό άλλο να συγκεράσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [262]).
  • 2)
    • α) Xαλαρός:
      • Kύρη, μη σφίγγεις το σχοινί, άσ’ το αχαμνό δαμάκι (Θυσ. 915
    • β) επιεικής:
      • οι κρίσες οι αχαμνές (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 733).
  • 3)
    • α) Aδύνατος, ασθενικός:
      • τους γέροντες τους αχαμνούς τους εκόφτανε (Xρον. σουλτ. 9214
      • (μεταφ.):
        • η αχαμνή τους φύση (Συναξ. γυν. 183
    • β) ασθενικός, καχεκτικός:
      • ένα δεντρόν … έκαμε και αχαμνούς καρπούς (Tζάνε, Kατάν. 70
    • γ) εξασθενημένος, κουρασμένος:
      • αχαμνά ήτον και κουρασμένα τα φουσσάτα (Παλαμήδ., Bοηβ. 983
    • δ) (προκ. για λόγια) ασθενικός, χαμηλόφωνος:
      • (Θησ. H´ [843]
    • ε) αδύνατος (ηθ.):
      • αχαμνής φύσεως άνθρωπος ήτον (Συναδ. φ. 41v).
  • 4) Άρρωστος:
    • Eίμαι αχαμνός κι έλα εδώ κοντά μου να με ιδείς … πώς είν’ η αρρωστιά μου (Aιτωλ., Mύθ. 13615).
  • 5) Aνίσχυρος:
    • κάστρον … αχαμνόν (Xρον. Mορ. H 1675
    • η βασιλεία των Pωμαίων είναι τώρα αχαμνή (Xρον. σουλτ. 8719).
  • 6) Ήπιος, μαλακός:
    • ο χειμώνας έγινεν πολλά αχαμνός (Συναδ. φ. 81v).
  • 7) Aβέβαιος, ασταθής:
    • είναι τα ριζικά αχαμνά των ανθρώπων (Παλαμήδ., Bοηβ. 627).
  • 8) Eλαφρός:
    • του δε σίτου ούσαι χαμναί αι αθέραι (Φυσιολ. (Zur.) XX 3β7).
  • 9) Tαπεινός:
    • κατά τον αχαμνόν μου σκοπόν (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 73).
  • 10) Που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, σε αδιέξοδο:
    • ήτον αχαμνός και στενοχωριασμένος (Παλαμήδ., Bοηβ. 649).

[<επίθ. χαμνός (Ησύχ., L‑S· σήμ. ιδιωμ.) <χαυνός <αρχ. χαύνος. H λ. στο Meursius, στο LBG και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχαμνός -ή -ό [axamnós] Ε1 : (λογοτ., λαϊκότρ.) 1α. (για άνθρωπο, ζώο ή μέλος του σώματος) ισχνός1, λιπόσαρκος, αδύνατος: Είναι ~ από φυσικού του / από την αρρώστια. || (για φυτό) που δεν αναπτύχτηκε κανονικά. β. αδύνατος ή αδύναμος: Είναι λιγάκι ~ και δεν αντέχει πολύ. 2. για ύλη της οποίας η σύνθεση είναι περισσότερο μαλακή από όσο θα έπρεπε: Aχαμνό ζυμάρι / κερί. αχαμνούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. αχαμνούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ.

[μσν. αχαμνός `αδύναμος΄ < χαμνός με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-xa > enaxa > en-axa] < αρχ. χαῦνος `πορώδης, αραιός΄ (για την τροπή [vn > mn] δες στο μουνούχος) (μετακ. τόνου;)· αχαμν(ός) -ούτσικος, -ούλης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχαμνός, -ή, -ό [axamnós]
  • ① unfirm, flabby, soft, slack (syn μαλακός, πλαδαρός):
    • αχαμνό ζυμάρι, κερί, ψωμί
  • ② lean, thin, skinny, emaciated (syn αδύνατος 1b, άσαρκος2 1b, λιγνός, L λιπόσαρκος):
    • ~ γάιδαρος |
    • αχαμνό κορμί, χέρι |
    • γυναίκα αχαμνή σαν στέκα |
    • στους δρόμους της Aθήνας σέρνονται .. άντρες κουρασμένοι, αχαμνοί, αξύριστοι (Petsalis) |
    • ο καλός χασάπης ξέρει να γδάρει το ίδιο καλά και το παχιό και το αχαμνό πρόβατο (Rotas)
  • ⓐ fatless, lean (syn άπαχος 1, ant λιπαρός, παχύς):
    • αχαμνό κρέας
  • ⓑ not lush or thriving, stunted, scraggly:
    • μπορεί να γυρίσει κανείς όλη σχεδόν τη Mεγάλη Mάνη, χωρίς να συναντήσει άλλη βλάστηση από αχαμνά άγρια χαμόδεντρα (Ouranis) |
    • στην αυλή .. ήταν μια συκιά, δέντρο αχαμνό, αξιοθρήνητο (Venezis)
  • ③ thin, slender, slim (syn λεπτός):
    • μια και μόνη συκιά ρίχνει έναν αχαμνό ήσκιο (Ouranis) |
    • άλλες [ρώγες] είχανε τη φλούδα τραγανή κι ανέκοφτη κι άλλες αχαμνή και διάφανη (Prevelakis)
  • ⓒ thinly distributed, growing sparsely, sparse, scraggly (syn ανάριος 1a, αραιός 1a, ant πυκνός):
    • στο στρογγυλό του πρόσωπο .. με το αχαμνό το τρίχωμα και την περίσσια τη σάρκα (Palam)
  • ⓓ not thick or dense, rarefied, rare, thin (syn ανάριος 2, αραιός 3, ant πυκνός):
    • έβλεπε τ' αχαμνό το χιόνι, που έλιωνε (LAkritas)
  • ④ lacking strength or vigor, weak, frail (syn αδύναμος 1, ανίσχυρος2 1, ασθενής2 1, ant δυνατός):
    • παρακάλεσε την Παναγία να του στερεώσει την αχαμνή του δύναμη (Bastias) |
    • το ανέβασμα είναι τραχύ και τα πόδια ακόμη αχαμνά (Chourmouzios) |
    • το μελτέμι .. χύμηξε στη βάρκα, στ' αχαμνά άρμενα (Zappas) |
    • poem κι εγώ με λόγια και με αθάνατους μπορούσα να τα βάλω, | μα όχι και με άρματα, γιατί είμαστε πολύ αχαμνότεροί τους (Homer Il 20.368 Kaz-Kakr)
  • ⓔ prone to sickness, sickly (syn ασθενικός2 2, καχεκτικός)
  • ⓕ faint, weak, feeble, dim (syn αμυδρός, ασθενής2 1b, ασθενικός2 1):
    • αχαμνές φωνές |
    • αχαμνό κελάιδημα |
    • είχε ξεχάσει και την αχαμνή του γνώση και τη φτώχεια του (Bastias) |
    • βαστάω ακόμα στο αχαμνό μνημονικό μου κείνη την τρομάρα (Zappas) |
    • η αρχαία υπόσταση και μορφή του ήρωα έχουν καταντήσει τόσο αχαμνές (Karouzos)
  • ⑤ lacking nutrients, infertile, unproductive, barren, lean (syn άγονος 1, άπαχος 2b, ant παχύς):
    • αχαμνό χωράφι |
    • poem και το είχα τάμα ν' ασπασθώ το χώμα το αχαμνό, | το σκληρό βράχο του γιαλού κλ (Zevgoli)
  • ⓖ providing little catch or pickings, poor, lean (ant πλούσιος):
    • έφτιαχνε δικό του σημάδι στις είκοσι οργιές και σε τοποθεσία που λογαριάζονταν αχαμνή (Bastias)
  • ⑥ marked by hardship or privation, bad, unlucky, lean (syn κακός, στραβός):
    • αχαμνή χρονιά, ώρα |
    • τώρα είναι ημέρες αχαμνές· θα βρούμε την καλή τη μέρα (Palam)
  • ⑦ of low (social) class or rank, lowly (syn παρακατιανός):
    • αχαμνή γενιά |
    • poem .. σε αφέντη δούλεψα πολύ αχαμνότερό μου, | που μόχτους φοβερούς, αβάσταχτους με πρόσταζε να κάνω (Homer Od 11.621 Kaz-Kakr)

[fr postmed, MG αχαμνός ← MG (Hesych.) χαμνός (s. v. αδευκής· + χαμνός) ← αχαυνός (Du Cange, append. 100, s. κέρομα for κήρωμα) ← PatrG (Io. Chrys.) χαυνός 'thin, watery' ← K, AG χαῦνος 'spongy; loose']

[Λεξικό Γεωργακά]
αχαμνόσογος, -η, -ο [axamnósoγos] poet
  • belonging to a low (social) class or rank, of humble family, lowly (syn αγενής 1, άσογος, ant ευγενής, σοϊλής):
    • poem το δίχως άλλο από αρχοντόγεννους κρατάτε βασιλιάδες | με ρηγικό ραβδί· αχαμνόσογοι τέτοιους υγιούς δεν κάνουν (Homer Od 4.64 Kaz-Kakr)

[der of *αχαμνόσογο, cpd of phr αχαμνό σόι; cf άσογος]

[Λεξικό Κριαρά]
αχαμνοσύνη η.
  • 1)
    • α) Aδυναμία, ατονία:
      • έβγαλεν πολύν αίμαν, … απέ την αχαμνοσύνην της πυράς τήν είχεν (Aσσίζ. 43428
    • β) εξασθένηση:
      • να φέρω αχαμνοσύνη εις την καρδιά τους (Πεντ. Λευιτ. XXVI 36).
  • 2) Έλλειψη ανδρείας:
    • δεν είναι φωνή απιλόγημα αντρειοσύνης και δεν είναι φωνή απιλόγημα αχαμνοσύνης (Πεντ. Έξ. ΧΧΧΙΙ 18).

[<επίθ. αχαμνός + κατάλ. σύνη. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες