Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχαΐρευτος -η -ο [axaíreftos] Ε5 : (οικ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που δεν έκανε χαΐρι, δεν προόδευσε εξαιτίας των ελαττωμάτων του, κυρίως της τεμπελιάς του· ανεπρόκοπος: Tου δόθηκαν πολλές ευκαιρίες αλλά αυτός ο ~ τις άφησε να του ξεφύγουν. || (ως ουσ.): Πού είναι ο ~;
[α- 1 χαΐρ(ι) -ευτος κατά τα ρ. -εύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχαΐρευτος1 [axaíreftos] ο,
- good-for-nothing, lazy bum, loafer (syn ακαμάτης2, απρόκοφτος1, ρεμπεσκές):
- πήρε τη ζωή της και μορφιά της και τα νιάτα της και τα χαράμισε ο ~ (Myriv) |
- θα δώσω το λεύτερο στον κάθε αχαΐρευτο να φωνάζει στα καπηλειά πως η A. λύσσαξε γι' άντρα; (Panagiotop) |
- οι αχαΐρευτοι του μαχαλά, ξυπόλητοι και χολωμένοι, ρεμπέλευαν (Tsirkas)
[substantiv. m of αχαΐρευτος2]
- good-for-nothing, lazy bum, loafer (syn ακαμάτης2, απρόκοφτος1, ρεμπεσκές):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχαΐρευτος2, -η, -ο [axaíreftos]
- ① making no progress, wretched, miserable (syn ανεπρόκοπος 1, απροόδευτος, near-syn άτυχος2 1):
- μόνο τούτος ο δρόμος μένει κιτρινωπός, συφοριασμένος, ~ (Terzakis)
- ② unable or unwilling to achieve progress or prosperity, good-for-nothing, slothful, lazy, idle (syn ακαμάτης1, ανεπρόκοπος 2, άπραγος 2, απρόκοπος):
- είναι ένας ~ τεμπέλης |
- αχαΐρευτο κορμί |
- θαρρείτε κιόλας πως έτσι ήμουνα πάντα, ένας κυρ Aντρέας ~, κακογερασμένο γεροντοπαλλήκαρο, άνθρωπος άπραγος (Myriv) |
- ήμουνα, λέει, ανεπρόκοπος, ~ και το μόνο που ήξερα ήταν να σκαρώνω παιδιά (Bastias) |
- δεν κατενόησες, αχαΐρευτε, την ύψιστη τιμή που σου κάνω να είμαι ερωμένη σου (Karagatsis)
[cpd w. *χαϊρευτός (: *χαϊρεύω), this der of χαΐρι]
- ① making no progress, wretched, miserable (syn ανεπρόκοπος 1, απροόδευτος, near-syn άτυχος2 1):