Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχάτης ο [axátis] Ο10 : ημιπολύτιμη πέτρα, ποικιλία του χαλαζία, χωρισμένη σε ζώνες με διάφορες αποχρώσεις και διαφορετική διαφάνεια: Δαχτυλίδι / μενταγιόν με αχάτη. || το σχετικό κόσμημα: Φοράει έναν αχάτη.
[λόγ. < ελνστ. ἀχάτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- αχάτης ο.
-
- Είδος ημιπολύτιμου λίθου:
- (Ιστ. πατρ. 20119).
[μτγν. ουσ. αχάτης. Η λ. και σήμ.]
- Είδος ημιπολύτιμου λίθου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχάτης [axátis] ο, (L) miner
- precious stone, gem, agate:
- κόσμημα, σφραγίδα από αχάτη |
- επένδυση λαβής εγχειριδίου από μαύρο αχάτη (ASakellariou) |
- κορακάτη, αλαβάστρινη, .. κορίτσι σαν από μαύρο αχάτη (KValetas) |
- πρόσφερε .. στον P. κουμπιά με αχάτες για τα μανικέτια του (Tsirkas) |
- poem βροχή από ζαφειρόπετρα κι από μαργαριτάρι· | του τοπαζιού οι φωτοματιές, τ' αχνόγελο του αχάτη (Palam) |
- .. να την πάει ως το βουβό παλάτι, | που 'χει γι' αυτήν χτισμένο στο βυθό με αχάτη (Karthaios)
[fr postmed, MG αχάτης ← K, AG (Theophr.), named after Aeneas' companion Aχάτης and the river in Sicily after the name of the stone]
- precious stone, gem, agate: